Πηνειάδα, Οιχαλία, Φαρκαδόνα
«Όταν το βλέπεις κάθε μέρα το συνηθίζεις και δεν σου κάνει εντύπωση» παραδέχεται χαμογελαστός ένας κάτοικος της Πηνειάδας που μας μιλά για την εγκαταλελειμμένη κατοικία του τσιφλικά του χωριού. Κι όμως, ακόμη κι αν το συνηθίζεις δεν πρόκειται σίγουρα για κάτι το συνηθισμένο. Ουσιαστικά πρόκειται για ένα υπέροχο λιθόκτιστο των αρχών του 20ου αιώνα. Από αυτά που σε άλλα μέρη της Ελλάδας και του κόσμου μετατρέπονται σε πολυτελείς αγροτουριστικούς ξενώνες, κέντρα αναψυχής και πολιτιστικούς χώρους, αρκεί φυσικά να υπάρχουν οι ευκαιρίες και τα κίνητρα.
Το κουτσέκι του Ζωγράφου στην Πηνειάδα
Κοιτάζοντας το σπίτι εξωτερικά κουβεντιάζουμε για την προέλευση του παλιού ονόματος της Πηνειάδας που ήταν «Ζαρκ- Μαρί», ήτοι το «Ζάρκο της Μαρίας», όνομα που σύμφωνα με την τοπική παράδοση προέκυψε όταν το χωριό δόθηκε ως προικώο στην πολύφερνη νύφη Μαρία, κόρη του τοπικού τσιφλικά Ζωγράφου.
Η ιστορική πληροφορία όμως αποκαλύπτει ότι το αρχικό όνομα της Πηνειάδας είναι απλά «Μαρία» προς τιμήν της θυγατέρας του Ζωγράφου ενώ μετονομάστηκε αργότερα σε Ζαρκ- Μαρί καθώς υπαγόταν στην κοινότητα Ζάρκου. Και το εν λόγω «κουτσέκι» του τσιφλικά αποτελεί μια προσεγμένη, στιβαρή διώροφη κατασκευή ορθογωνικής κάτοψης, δομημένη με τρόπο που φανερώνει πλούτο, χτισμένη γύρω στα 1900.
Το κουτσέκι κείτεται κλειδωμένο, ανεκμετάλλευτο, περιτριγυρισμένο από φυσική βλάστηση. Η εξωτερική πέτρινη σκάλα και το μπαλκόνι στο οποίο θα οδηγούσε έχουν καταστραφεί. Παρότι έχει υποστεί τη φθορά του χρόνου η νεότερη κεραμοσκεπή προσδίδει επιβλητικότητα στο όλο σύνολο σε συνδυασμό με το ευρύχωρο οικόπεδο.
Στην αυλή γεωργικά μηχανήματα της εποχής μας ξεκουράζονται περιμένοντας να τεθούν σε χρήση. Το βουνό απέναντι δεν το σκιάζει καμία ώρα της ημέρας καθώς βρίσκεται βόρεια σε σχέση με το κτίσμα. Από την αντίθετη πλευρά του δρόμου σε μικρή απόσταση το πέτρινο δημοτικό σχολείο της Πηνειάδας συνομιλεί με το κουτσέκι.
Μια αναπόφευκτη σύγκριση του βασικού κτίσματος με το σπίτι του επιστάτη, μικρό βοηθητικό πρόσκτισμα δίπλα στο μεγάλο διώροφο, ενισχύει ακόμη περισσότερο την αίσθηση του πλούτου στους κατασκευαστικούς τρόπους, μετατρέποντας το κουτσέκι σε ένα ζωντανό αποτύπωμα της σκληρής πραγματικότητας επάνω στην αρχιτεκτονική.
Μιας πραγματικότητας όπου ο πλούσιος κάμπος δουλευόταν από τους κολίγους και τα κέρδη καρπωνόταν οι τσιφλικάδες. Κι αυτό ίσως αποτελεί μια μακρινή εγκυκλοπαιδική πληροφορία χωρίς οικείες εικόνες για τους μαθητές που έχουν ακουστά για τα τσιφλίκια από τα σχολικά βιβλία με τις αναφορές στη στάση του Κιλελέρ και στο διήγημα «Το Μπουρίνι» του μεγάλου Μ. Καραγάτση. Κι όμως, παρόμοια με τον τρόπο που το επάγγελμα του ναυτικού είναι οικογενειακή παράδοση για ένα άγονο ελληνικό νησί, άλλο τόσο οι τσιφλικάδες και οι κολίγοι είναι ζωντανή ιστορία για το θεσσαλικό κάμπο.
Τα χωριά αυτού του τόπου έχουν να θυμούνται πως το επάγγελμα του αγρότη στη νεότερη Ελλάδα ποτέ δεν ανταμείφθηκε επαρκώς, πόσο μάλλον θα λέγαμε ότι αποτελούσε πάντα ένα μέσο σκληρής εκμετάλλευσης.
Το κουτσέκι του Ζωγράφου στην Οιχαλία
Στην Οιχαλία, ή Νεοχώρι, τσιφλίκι του Αλή Πασά Τεπελενλή επί Τουρκοκρατίας, βρίσκουμε ένα δίδυμο σπίτι, την οικία Σακελλαρίου, κλειδωμένη και αυτή στην κεντρική είσοδο. Και την αποκαλούμε «δίδυμο» γιατί μοιράζεται βασικά χαρακτηριστικά με το κουτσέκι του Ζωγράφου στην Πηνειάδα. Καθώς τα λαϊκά σπίτια της περιοχής είναι είτε επιμήκη ισόγεια είτε σαφώς μικρότερα διώροφα, λιτά, με αδρή τοιχοποιία και περιορισμένους χώρους, γίνεται προφανές ότι και αυτή η οικία ανήκε σε κάποιο σημαίνον πρόσωπο του χωριού.
Μια μικρή βιβλιογραφική έρευνα επαληθεύει το προφανές. «Ο σουλτάνος παραχώρησε το τσιφλίκι σε αξιωματούχο κι εκείνος το 1875 το πούλησε στον Χριστάκη Ζωγράφο.
Ο Χριστάκης Ζωγράφος το έδωσε προίκα στην κόρη του Θεανώ, σύζυγο του Λεωνίδα Δεληγιώργη (Υπουργός Εξωτερικών της Ελλάδας- Περίοδος 24 Οκτωβρίου 1890 – 18 Φεβρουαρίου 1892).
Η κατοικία του Δεληγιώργη ηλικίας περίπου 90 ετών (το 1992) διατηρείται σε καλή κατάσταση, τριώροφος, λιθόκτιστος, και κεραμοσκεπής (το κουτσέκι).» {3}
Αν και θυμίζει το προικώο της «Μαρίας» στην Πηνειάδα, αυτό το σπίτι που δόθηκε ως προίκα στη Θεανώ περιβάλλεται από ένα πιο πυκνά δομημένο ιστό καθώς βρίσκεται στο κέντρο της Οιχαλίας. Δεν σου επιτρέπει να σταθείς σε απόσταση για να το παρατηρήσεις.
Ο μαντρότοιχος σε εξαναγκάζει να περπατήσεις στα γύρω σοκάκια προκειμένου να δεις όλες τις πλευρές του. Ανακαλύπτεις ότι το σπίτι δεν είναι αυστηρά ορθογώνιο, αλλά στη πίσω όψη διαμορφώνει προεξοχές και προσθήκες από τις οποίες η πιο σύγχρονη μοιάζει να είναι μια νοικοκυρεμένη πτέρυγα που «ακουμπά» επάνω στο κτίσμα που κατοικείται και μοιράζεται την ίδια αυλή με το κουτσέκι. Τμήμα του ισογείου επίσης κατοικείται και λάμπει από καθαριότητα.
Η οικία Αθανασίου Παλιούρα στη Φαρκαδόνα
Φεύγουμε από την Οιχαλία- ή Νεοχώρι, κι ερχόμαστε τώρα στη Φαρκαδόνα όπου το σκηνικό αλλάζει. Εδώ υπάρχει η αίσθηση του κέντρου, η πύκνωση των κτισμάτων έχει κάτι το ασφυκτικό σε σχέση με τη χαλαρότητα της δόμησης στα προηγούμενα χωριά. Οι αυλές περιορίζονται. Μοιάζει να υπήρξε μια προσπάθεια των κτισμάτων να προσφέρουν άμυνα στο παρελθόν κι αυτό δεν σβήνει εύκολα από τη μορφή του αστικού ιστού. Γιατί το ίχνος του παγιωμένου αρχικού ιστού αλλοιώνεται συνήθως λόγω κάποιας μαζικής καταστροφής που εδώ δε συνέβη όπως είναι η πυρκαγιά, ο σεισμός, η αντιπαροχή.
Αναζητούμε κάποιο κτίσμα που διαφέρει από τα άλλα. Όμως στη Φαρκαδόνα δεν ψάχνουμε τυχαία. Έχουμε υπόψιν ένα μικρό διαμάντι μέσα στο κεφαλοχώρι. Είναι ένα διατηρημένο ισόγειο σπίτι του 1930 με περίτεχνα διαμορφωμένο περιβάλλοντα χώρο. Η ιστορία του: ανήκε στον κ. Δημητρακόπουλο Κων/νο, με σημερινό ιδιοκτήτη τον εγγονό του κ. Θανάση Παλιούρα, συνταξιούχο μηχανικό, με μέριμνα του οποίου ανακαινίστηκε το 1994. Είναι το σπίτι ενός ανθρώπου που ξέρει να εκτιμάει το γνήσιο, το αυθεντικό, αυτό που φέρει μνήμες. Γι’ αυτό και το εξόπλισε με μεράκι.
Η κύρια όψη επάνω στο δρόμο στο χρώμα της ώχρας είναι σοβαντισμένη και δεν αποκαλύπτει τη λιθοδομή της όπως το υπόλοιπο κτίσμα ενώ έχει επενδυθεί με ένα κλασικιστικό μανδύα. Χρώματα, γείσα, κορνίζες στα παράθυρα και άλλες λεπτομέρειες αλλάζουν τη φυσιογνωμία του αρχιτεκτονήματος και θυμίζουν τη συνοικία της Πλάκας στην Αθήνα.Θα λέγαμε ότι μιμείται τον εκλεκτικιστικό μανδύα που ντύθηκαν τα υπάρχοντα κτίσματα ανά την Ελλάδα σε τέτοια έκταση αναζητώντας το ρομαντισμό του κλασικισμού που έγινε κι αυτή η τάση κομμάτι της ιστορίας της αρχιτεκτονικής.
Η κ. Δεβώρα Οικονομούλα μας ανοίγει την αυλόπορτα και περπατάμε παράλληλα με το σπίτι για να βρεθούμε στην αυλή και στην δευτερεύουσα είσοδο. Η αυλή είναι ένα ονειρικό σκηνικό αποτελούμενο από βοηθητικά κτίσματα λίγων τετραγωνικών που εναλλάσσονται με ελεύθερους φυτεμένους χώρους και καλλωπιστικά φυτά. Μικρές γωνιές στολίζονται από καλοσυντηρημένα αντικείμενα του παρελθόντος: το κάρο, η βρύση, το κεραμικό πιθάρι δημιουργούν μικρά θέματα στην αυλή.
Το σπίτι περιλαμβάνει 4 υπνοδωμάτια, τον κεντρικό διάδρομο και τους βοηθητικούς χώρους, λουτρό και κουζίνα. Μας κερδίζουν οι τοιχογραφίες με τα σταμπωτά μοτίβα λουλουδιών στο εσωτερικό αυτών των ευρύχωρων δωματίων. Η οικοσκευή του σπιτιού αποτελείται από γνήσια αντικείμενα και έπιπλα του προηγούμενου αιώνα σκηνοθετώντας ένα ολοκληρωμένο σύνολο, αντάξιο ενός μικρού λαογραφικού μουσείου και μας μεταφέρει σε μια άλλη εποχή. Έχουν διατηρηθεί δάπεδα, εγκαταστάσεις και γύψινα διακοσμητικά στοιχεία με κάποιες περιορισμένες στον αριθμό προσθήκες που είναι απαραίτητες για τη σύγχρονη διαβίωση.
Κεραμίδι, Παναγίτσα, Γριζάνο, Διάσελλο
Το να μιλάς παράλληλα για μια αρχιτεκτονική «άγνωστη» συμβαίνει όταν τελικά συνειδητοποιείς πόσο λίγο ήξερες στην πραγματικότητα τις ρίζες και την πραγματική αξία αυτής της αρχιτεκτονικής, παρότι σου είναι τόσο γνώριμη η εικόνα της.
Στα χωριά της Φαρκαδόνας η παραδοσιακή αρχιτεκτονική από το μικρό σπίτι μέχρι το πέτρινο γεφύρι μοιάζει να επαναλαμβάνει τον εαυτό της. Οι παραδοσιακές κατασκευές σαν απόγονοι της ίδιας οικογένειας μοιράζονται τα υλικά, τον τρόπο κατασκευής, τις αρχές και τη φυσιογνωμία ακόμη κι όταν έχουν κατασκευαστεί με απόσταση αιώνων.
Αυτοί οι «δεσμοί αίματος» ανάμεσα στις κατασκευές οφείλονται κυρίως στο γεγονός ότι πριν την εκβιομηχάνιση της οικοδομικής τεχνολογίας τις κατασκευές ενός τόπου τις όριζε κυρίαρχα το «πού» παρά το «πότε» ή το «ποιος». Στα χωριά της Φαρκαδόνας την αρχιτεκτονική ορίζουν επιπλέον το κλίμα, ο κάμπος, τα ποτάμια και οι ντόπιες ασβεστόπετρες. Οι κοινές ανάγκες και το ενιαίο γεωφυσικό υπόβαθρο θέσπισαν ουσιαστικά τις κατευθυντήριες για κάθε κατασκευή. Και παρόλο που η πλειοψηφία των μαστόρων δεν ήταν ντόπιοι αλλά ανήκαν σε περιοδεύοντα μπουλούκια από την Ήπειρο, έχτισαν με παρόμοιο τρόπο. Μέρος της εκπαίδευσής των μαστόρων ήταν άλλωστε το να προσαρμόζουν την κατασκευή τους στο χώρο και το κλίμα κάθε περιοχής, στα διαθέσιμα υλικά και την τοπική παράδοση[1]. Έτσι συμβαίνει στα ελληνικά χωριά του προηγούμενου αιώνα οι παραδοσιακές κατασκευές να ομαδοποιούνται μορφολογικά και κατασκευαστικά ανά περιοχή, και μπορούμε να μιλάμε για την αρχιτεκτονική των χωριών της Φαρκαδόνας.
Μην ψάξετε για αυτές τις ποιότητες στις πολυκατοικίες των ελληνικών πόλεων του 1980.Είναι πικρή η διαπίστωση ότι οι εργολαβικές πολυκατοικίες είναι ίδιες σε όποια ελληνική πόλη κι αν βρεθείς. Ορεινές, πεδινές, νησιωτικές πόλεις με όμοιες πολυκατοικίες χωρίς καμμιά αξιοσημείωτη διαφορά γιατί στις δεκαετίες της αντιπαροχής και του οικοδομικού οργασμού το μόνο που μετρούσε τελικά ήταν το «πόσο κάνει» και το «πόσο γρήγορα».
Στο Κεραμίδι, τη Φαρκαδόνα, το Γριζάνο ευτυχώς ή δυστυχώς ο χρόνος σταμάτησε. Τα δείγματα της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής είναι πολυπληθή και αξιοθαύαμαστα. Τα σπίτια αυτοσυστήνονται. Κοιτάζοντας την κτητορική επιγραφή στο αγκωνάρι πληροφορούμαστε για το χρόνο κατασκευής και μαθαίνουμε τα αρχικά του ονόματος του ιδιοκτήτη. Το αγκωνάρι ή ακρογωνιαίος λίθος σημαδεύεται πολλές φορές εις διπλούν, με τις ημερομηνίες που σηματοδοτούν την αρχή και το πέρας της κατασκευής ενώ το σημείο του σταυρού αναλαμβάνει να ξορκίσει το κακό κρατώντας το έξω από το νεόδμητο σπίτι.
Δεν επιβιώνουν φυσικά σε όλα τα σπίτια τέτοια στοιχεία. Ειδικά στις επιχρισμένες όψεις η επιμονή στους κανόνες υγιεινής και η φροντίδα της πρόσοψης σκέπασε τις εγχάρακτες επιγραφές με αλλεπάλληλα στρώματα ασβέστη. Είτε λαξευμένες είτε «κουβαλητές» από το ποτάμι, οι ασβεστολιθικές πέτρες ως το μόνο δομικό υλικό σε αφθονία στην περιοχή ήταν το πρώτο δομικό υλικό σε χρήση σε κάθε εποχή, εξίσου σε έργα μικρής σημασίας και στα σημαντικότερα έργα μεγάλων διαστάσεων.