Βρίσκεται σε βραχώδες ύψωμα πάνω από το χωριό Γριζάνο Τρικάλων (4 χλμ προς τα βορειοανατολικά). Είναι ένα τεράστιο αξιόλογο κάστρο, το οποίο σώζεται σε καλή σχετικά κατάσταση. Έχει περίμετρο αρκετών χιλιομέτρων και ύψος στην βόρεια πλευρά του 7-8 μέτρα. Το τείχος αρχίζει λίγο έξω από τις ΒΑ παρυφές του χωριού, από τα ριζά του βουνού σχεδόν, εκεί δηλαδή όπου βρίσκονται η Ι.Μ. του Αγίου Δημητρίου και το Αρχαίο Υδραγωγείο και φτάνει στην κορυφή του βουνού.
Είναι από τα μεγαλύτερα κάστρα της ηπειρωτικής Ελλάδας, με έκταση που προσεγγίζει τα 140 στρέμματα. Αυτό το τεράστιο μέγεθος είναι εντελώς ασυνήθιστο για οχύρωση που δεν προστάτευε μεγάλη πόλη ή κάποιο ονομαστό φρούριο.
Αν κρίνουμε από την έλλειψη επαρκών ιστορικών αναφορών για το κάστρο και από την απουσία ευδιάκριτων ερειπίων από κτίσματα στο εσωτερικό του, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι, παρά το μέγεθός του, το κάστρο δεν υπήρξε ποτέ κάποια αξιόλογη πόλη.
Τοποθεσία & Στρατηγική Σημασία
Το κάστρο του Γριζάνου επιτηρούσε τα περάσματα από την Ελασσόνα – Κάτω Όλυμπο προς το Θεσσαλικό κάμπο. Βρισκόταν σε σημείο που διαχρονικά ήταν επάνω στα σύνορα που χώριζαν τη Δυτική Θεσσαλία από τη Δυτική Μακεδονία. Για αυτό το λόγο άλλωστε η περιοχή είναι διάσπαρτη από φυλάκια και οχυρά της μεθορίου μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας κατά την περίοδο 1881-1912 (και το ίδιο το κάστρο είχε χρησιμοποιηθεί σαν ένα από αυτά τα φυλάκια).
Δομικά, Αρχιτεκτονικά, Οχυρωματικά Στοιχεία
To κάστρο είναι πολύ μεγάλο σε έκταση. Η εξωτερική περίμετρος ξεπερνά τα 2 χιλιόμετρα περικλείοντας μια επιφάνεια 140 στρεμμάτων περίπου. Στο μέσο περίπου υπάρχει ένα εγκάρσιο τείχος που χωρίζει το κάστρο σε δύο τμήματα εκ των οποίων το βόρειο είναι καλύτερα οχυρωμένο και μάλλον παλιότερο.
Κατά μήκος των τειχών του βορείου τμήματος διακρίνονται ανά 30 – 35 μέτρα τετράγωνοι πύργοι, ο αριθμός των οποίων είναι πάνω από 20. Οι πύργοι προεξέχουν περί τα 3,5 μέτρα από το τείχος και το μήκος τους ήταν 4,5 μέτρα. Οι δύο γωνιακοί πύργοι της βόρειας πλευράς είναι μεγαλύτεροι με μήκος πλευρών 6,30.
Το τείχος αποτελείται από μικρές ακανόνιστες, ημικατεργασμένες πέτρες που συνδέονται με κονίαμα. Ενδιάμεσα παρεμβάλλονται κομμάτια από κεραμίδια (συνήθης πρακτική για την ενίσχυση του δεσίματος της λιθοδομής). Η κατασκευή δεν είναι ιδιαίτερα προσεγμένη, αλλά ήταν γερή.
Η μορφή του κάστρου ακολουθεί ένα μοντέλο που φαίνεται πως ήταν συνηθισμένο στη Μακεδονία και τη Θεσσαλία κάποια εποχή γύρω στον 10ο αιώνα. Αχανή κάστρα, με εσωτερικούς οχυρωματικούς περιβόλους, χτισμένα σε βραχώδεις λόφους πάνω από πεδινές εκτάσεις, με ισχυρή οχύρωση χωρίς περίτεχνη τοιχοποιία, αλλά με πολλούς πύργους και με πολύ ελεύθερο χώρο στο εσωτερικό. Παραδείγματα: το Δαμάσι, τα Μογλενά, τα Σέρβια, το Καστρί Αγιάς και άλλα. Ακόμα και στη FYROM υπάρχουν κάστρα σε αυτό το ιδιαίτερο στυλ. Κάποια από αυτά τα κάστρα εξελίχθηκαν σε ονομαστές πόλεις (Μογλενά, Σέρβια) και άλλα παρέμειναν στην αφάνεια (Δαμάσι, Γριζάνο).
Δεν είναι βέβαιο ποιοι είναι οι λόγοι που ώθησαν τους κτήτορες των κάστρων αυτών να επιλέξουν τόσο μεγάλες διαστάσεις. Ίσως ο αρχικός σχεδιασμός να προέβλεπε ίδρυση μεγάλων πόλεων που να συγκέντρωνε μέσα όλον τον πληθυσμό της υπαίθρου. Σε κάποιες περιπτώσεις το σχέδιο αυτό πέτυχε και σε άλλες όχι (όπως στο Γριζάνο).
Το πιο πιθανό όμως είναι ένα μέρος μόνο του κάστρου να προοριζόταν για τον οικισμό (ή για καταφύγιο) ενώ το υπόλοιπο να προοριζόταν για τα κοπάδια!
Ας μην ξεχνάμε ότι πρόκειται για περιοχές με έντονο αγροτικό χαρακτήρα, όπου τα βοοειδή και τα αιγοπρόβατα ήταν το πιο σημαντικό περιουσιακό στοιχείο των κατοίκων και ο βασικός στόχος των ληστρικών επιδρομών.
Το Όνομα του Κάστρου
Προφανώς το κάστρο και το χωριό πήραν τον όνομά τους (που είναι σλαβικής προέλευσης) από τον μεγάλο, μακρόστενο γκρίζο βράχο επάνω στον οποίο είναι χτισμένο το κάστρο. Κατά τη Μεσοβυζαντινή περίοδο το όνομα του κάστρου ήταν Τζιβίσκον. Σε Νορμανδικό χρονικό αναφέρεται ως Cirisci.
Το κάστρο συνδέεται από την τοπική παράδοση με την Ωριά (ωραία) βασιλοπούλα και τον άτυχο έρωτά της. Η βασιλοπούλα αγάπησε έναν απλό στρατιώτη, όχι αρεστό στον πατέρα της. Για να αποφύγει την τιμωρία – φυλακή που της επέβαλαν έπεσε από τα τείχη του κάστρου. Οπότε το Γριζάνο είναι και αυτό ένα από τα δεκάδες «κάστρα της Ωριάς» που υπάρχουν στην Ελλάδα.
Χρονολόγηση – Ιστορική πορεία
Το κάστρο είναι σίγουρα μεσαιωνικό, αλλά η χρονολογία κατασκευής του δεν είναι γνωστή ακριβώς. Απ’ ό,τι ξέρουμε, δεν έχει μελετηθεί και δεν έχει γίνει ποτέ αντικείμενο αρχαιολογικής έρευνας. Διάφορες πηγές προβάλουν τον ισχυρισμό ότι κατασκευάστηκε τον 6ο αιώνα μ.Χ. Αυτό δεν αποκλείεται, αλλά δεν πιστοποιείται από πουθενά. Και μάλλον δεν ισχύει.
Η υπόθεση περί κατασκευής τον 6ο αιώνα οφείλεται στο γεγονός ότι κατά τη βασιλεία του αυτοκράτορος Ιουστινιανού (τον 6ο αιώνα) είχαν κατασκευασθεί ή ανακατασκευασθεί πάρα πολλά κάστρα σε όλη τη Βυζαντινή επικράτεια. Γι’ αυτό, πολλά κάστρα των οποίων η προέλευση χάνεται στα βάθη του χρόνου, ανάγονται σε αυτήν την περίοδο.
Όμως το Γριζάνο δεν μπορεί να είναι ένα από αυτά, καθώς δεν συγκαταλέγεται στα κάστρα της Θεσσαλίας που αναφέρει ο ιστορικός Προκόπιος στο Περί Κτισμάτων έργο του. To κάστρο του Γριζάνου λοιπόν δεν πρέπει να κτίστηκε τότε. Ούτε τους επόμενους τρεις αιώνες, καθώς από το τέλος του 6ου με αρχές του 7ου αιώνα οι Σλάβοι κατέκλυσαν την ενδοχώρα της Θεσσαλίας που εισήλθε σε μια σκοτεινή περίοδο λήθης και παρακμής.
Η πιο πιθανή χρονολόγηση της κατασκευής του κάστρου είναι στις αρχές του 10ου αιώνα. Εκείνη την εποχή, περί το 930, είναι γνωστό πως ο Βυζαντινός αυτοκράτορας Ρωμανός Λεκαπηνός είχε χτίσει κάστρα στη δυτική Θεσσαλία και στη δυτική Μακεδονία για να αναχαιτίσει τις επεκτατικές διαθέσεις του Βούλγαρου ηγεμόνα Συμεών Α’.
Δεν γνωρίζουμε ποια κάστρα ακριβώς χτίστηκαν τότε, αλλά πιθανολογείται ότι τότε δημιουργήθηκαν κάστρα όπως των Σερβίων, των Μογλενών, του Δαμασίου, του Γριζάνου κ.ά. Μια άλλη, λιγότερο πιθανή υπόθεση σχετικά με το χρόνο κατασκευής είναι να κτίστηκε προς το τέλος του 11ου αιώνα, όταν στη Θεσσαλία έκανε την εμφάνισή του ένα νέο νομαδικό και περιστασιακά πολεμικό φύλο, οι Βλάχοι, που αναφέρονται για πρώτη φορά από τις ιστορικές πηγές το 1075. Η εξάπλωση των Βλάχων υπήρξε τόσο μεγάλη, ώστε η Θεσσαλία τους επόμενους τρεις αιώνες αναφέρεται ως «Βλαχία» ή «Μεγάλη Βλαχία» ή «Μεγαλοβλαχία».
Το κάστρο πιθανόν να δημιουργήθηκε για να επιτηρούνται οι νεοαφιχθέντες Βλάχοι. Είναι ακόμα πιθανό να χτίστηκε από κάποιο Βλάχο αρχηγό, δεδομένου ότι από διάφορα περιστατικά φαίνεται ότι οι Βλάχοι πολέμαρχοι είχαν αποκτήσει αρκετή δύναμη και ήταν σε θέση να χτίσουν κάστρα για να εδραιώσουν τοπικά την εξουσία τους ή και για να κάνουν επίδειξη πλούτου και δύναμης. Η υπόθεση αυτή ενισχύεται από το αδικαιολόγητα μεγάλο μέγεθος του κάστρου που μπορεί να είναι στοιχείο νεοπλουτίστικης επίδειξης, αλλά και ένδειξη ότι υπήρχαν διαθέσιμος μεγάλος αριθμός υπερασπιστών ο οποίος, προφανώς, δεν προερχόταν από έναν αστικό πληθυσμό (εφόσον δεν υπήρχε πόλη στο σημείο αυτό). Το βέβαιο είναι ότι το κάστρο υπήρχε το 1082.
Τη χρονιά εκείνη το κατέλαβε ο Νορμανδός Βοημούνδος κατά την εκστρατεία του στη Θεσσαλία. Μερικούς μήνες αργότερα ο Βοημούνδος νικήθηκε από τον Βυζαντινό αυτοκράτορα Αλέξιο Α’ Κομνηνό που έσπευσε για να αποτρέψει την κατάληψη της Λάρισας.
Το περιστατικό με την κατάληψη του Γριζάνου από τον Βοημούνδο μνημονεύεται από την Άννα Κομνηνή στο ιστορικό έργο της «Αλεξιάδα» (Αλεξιάς, 5.5.3) και από τον Γάλλο (ή Ιταλό) χρονικογράφο Γουλιέλμο της Απουλίας (Guillaume de Pouille ή Guglielmo di Puglia ή Guillelmus Apuliensis) στο χρονικό του για τα έργα και ημέρες του Ροβέρτου Γυισκάρδου.
H Άννα Κομνηνή αναφέρει το κάστρο ως «Τζίβισκον» ή «Τζιβίσκου» και ο Γουλιέλμος ως «Cirisci». Οι δύο ονομασίες ταυτίζονται γενικά με το Γριζάνο. Οι δύο αυτές ιστορικές πηγές είναι οι μοναδικές που κάνουν λόγο για το κάστρο Γριζάνου (με οποιαδήποτε ονομασία).
Μετά από το περιστατικό με την κατάληψη από τον Βοημούνδο, το κάστρο δεν αναφέρεται ποτέ ξανά ούτε από μεσαιωνικές ούτε από οθωμανικές πηγές (εξ όσων γνωρίζουμε). Δεν υπάρχει ούτε στην εξιστόρηση των διαφόρων επεισοδίων σχετικά με το κρατίδιο της Θεσσαλίας ή το Δεσποτάτο της Ηπείρου ή, στις αρχές του 14ου αιώνα, με το φέουδο του Γαβριηλόπουλου ούτε στα γεγονότα γύρω από την Οθωμανική κατάκτηση. Επί Τουρκοκρατίας δεν φαίνεται να χρησιμοποιήθηκε.
Η έλλειψη ιστορικών αναφορών δεν σημαίνει απαραίτητα ότι το κάστρο δεν ήταν σε λειτουργία, μπορούμε όμως να υποθέσουμε ότι ποτέ δεν εξελίχθηκε σε σημαντική πόλη και πολύ πιθανόν να εγκαταλείφθηκε σχετικά νωρίς. Σε σχέση με αυτό θα πρέπει να παρατηρήσουμε ότι η μεγάλη περίμετρος των τειχών δυσκόλευε την υπεράσπιση του κάστρου. Πάντως είναι πιθανό να χρησιμοποιήθηκε για αρκετό καιρό σαν καταφύγιο σε περιπτώσεις επιδρομών (αλλά όχι σαν φρούριο ή οικισμός).
Με την απελευθέρωση της Θεσσαλίας το 1881 το κάστρο φιλοξένησε εντός των τειχών του Ελληνικό φυλάκιο της μεθοριακής γραμμής Ελλάδας-Τουρκίας. Μετά τον ατυχή πόλεμο του 1897, τα σύνορα στο σημείο αυτό άλλαξαν ελάχιστα, αλλά το κάστρο πέρασε στην Τουρκική πλευρά οπότε από ελληνικής πλευράς κατασκευάστηκε σε κοντινή απόσταση ένα άλλο συνοριακό οχυρό, το οχυρό Γριζάνου. Αυτός ο ρόλος του κάστρου κράτησε μέχρι το 1912.
Το κάστρο σήμερα
Το καλύτερο σωζόμενο τμήμα είναι το βόρειο όπου τα τείχη σώζονται σε ύψος 7 – 8 μέτρων. Η πλευρά του κάστρου που είναι στη χειρότερη κατάσταση είναι η νοτιοδυτική, η οποία φαίνεται πως όντας χαμηλότερα και πλησιέστερα προς το χωριό λιθολογήθηκε πιο εύκολα.
Σε αυτήν την πλευρά τα τείχη κατέβαιναν πολύ χαμηλά, στα όρια του σημερινού χωριού. Αυτή η επέκταση έγινε μάλλον για να προστατευτεί η πρόσβαση σε μια πηγή νερού που ήταν προφανώς κρίσιμη για την υδροδότηση του κάστρου.
Μέσα στο κάστρο διακρίνονται ελάχιστα ερείπια κτιρίων. Πράγμα το οποίο είναι παράξενο. Σε άλλες περιοχές της Ελλάδας πολύ μικρότερα κάστρα περικλείουν ολόκληρες καστροπολιτείες.
Στο κέντρο του βορείου τμήματος υπάρχουν τα κατάλοιπα ενός κτίσματος που πιθανότατα ήταν το ελληνικό φυλάκιο που ξέρουμε ότι υπήρχε εκεί μετά το 1881.