Αναμφίβολα, όλοι οι κάτοικοι του Ζάρκου και πιθανόν οι κάτοικοι της ευρύτερης περιοχής του Δήμου Φαρκαδόνας, γνωρίζουν την Κούτρα, ένα από τα τέσσεραβουνά που περικλείουν το Ζάρκο (τα άλλα τρία είναι το Κοκκιναδάκι, το Ντουμπρούσι και ο Ακαμάτης). Ωστόσο, πόσοι γνωρίζουν για τη μάχη της Κούτρας, μια από τις πιο εξευτελιστικές σελίδες της νεότερης ιστορίας μας, την οποία μόνον όσοι ασχολούνται επισταμένως με την ιστορία τη γνωρίζουν, αφού η επίσημη στρατιωτική ιστορία προτιμάει να την αποσιωπά;
Βλέποντας κανείς τις χαμηλές πετρώδεις πλαγιές που περικλείουν από βορειοανατολικά το Ζάρκο δεν δίνει ιδιαίτερη σημασία. Αν όμως μελετήσει το πρόσφατο και το απώτερο παρελθόν, αν περπατήσει μέχρι τα ερείπια των παλιών φυλακίων της ελληνοτουρκικής μεθορίου και από εκεί στην κορυφή για να αγναντέψει τα χωριά του θεσσαλικού κάμπου, σίγουρα δεν θα μετανιώσει.
Στα βορειοδυτικά του Ζάρκου βρίσκεται η Ιερά Μονή του Αγ. Ιωάννου του Θεολόγου, η οποία έχει συνδεθεί με τους αγώνες των κατοίκων κατά την διάρκεια της επανάστασης κατά των Τούρκων. Επιβεβαίωση της στρατηγικής θέσης της περιοχής αποτελεί το κτίσμα στα βόρεια της μονής, ένα είδος τελωνείου αφού μέχρι το 1912 έως εκεί έφταναν τα ελληνοτουρκικά σύνορα (θυμάμαι χαρακτηριστικά τους παππούδες μου να μιλάνε για το Τούρκικο και το Ελληνικό, εννοώντας αντίστοιχα τηνΤουρκία και την Ελλάδα).
Με αφετηρία λοιπόν το μοναστήρι μπορεί κάποιος να επιχειρήσει να ανέβει στην κορυφή Κούτρα (υψόμετρο 734 μ.) Εδώ, εκτυλίχθηκε, όπως προαναφέρθηκε μια από τις πιο ντροπιαστικές στιγμές της νεότερης ιστορίας της Ελλάδας, απόρροια του πολιτικού διχασμού μεταξύ Χαριλάου Τρικούπη και Θεόδωρου Δηλιγιάννη.
Ας έρθουμε όμως στο επεισόδιο της Κούτρας και στα γεγονότα που προηγήθηκαν τη μάχη της Κούτρας. Βρισκόμαστε στο Σεπτέμβρη του 1885. Στην Αθήνα έχουμε κάθε μέρα διαδηλώσεις. Χιλιάδες λαού μαζεύεται μπροστά στ’ ανάκτορα και στο σπίτι του πρωθυπουργού Δηλιγιάννη απαιτώντας να κηρύξει τον πόλεμο στην Τουρκία. Φώναζαν συνεχώς “Ζήτω ο πόλεμος, γι’ αυτό κι έμειναν στην ιστορία ως «ζητωπόλεμοι».Ο Δηλιγιάννης για να ξεφύγει από την πίεση κήρυξε επιστράτευση.
Όμως ούτεπόλεμο μπορούσε να κάνει, γιατί θα τον έχανε, ούτε την επιστράτευση μπορούσε να ανακαλέσει, γιατί θα γελοιοποιούνταν. Νόμιζε πως, με την απειλή του πολέμου, θα μπορούσε να πετύχει κάποια ανταλλάγματα. Η αντιπολίτευση χαρακτήριζε τη στάση του ως “ένοπλη επαιτεία” και “ειρηνοπόλεμο”. Τελικά τη λύση έδωσαν οι “Μεγάλες Δυνάμεις”, που απαίτησαν απ’ την Ελλάδα ν’ αφήσει τους λεονταρισμούς, επιβάλλοντάς της ναυτικό αποκλεισμό. Ο Δηλιγιάννης άρπαξε την ευκαιρία και παραιτήθηκε “ηρωικά”. Στη θέση του η Βουλή εξέλεξε πρωθυπουργό τον Τρικούπη.Τον Απρίλη του 1886 τμήματα του Ελληνικού στρατού με την προτροπή των κατώτερων και πιο ευερέθιστων εθνικιστών αξιωματικών οι οποίοι δυσφορούσαν με την ατιμωτική λύση του ναυτικού αποκλεισμού, αλλά και με τις δυσμενείς γι’ αυτούς μεταρρυθμίσεις στο στράτευμα που θα ακολουθούσαν με την κυβερνητική αλλαγή, κατήγγειλαν τον Τρικούπη ως «άνθρωπο των Αγγλων» και επιχείρησαν να επισπεύσουν την επίθεση κατά της Τουρκίας, εισβάλλοντας στο τουρκικό έδαφος(πίσω από το βουνό Κούτρα) για να δημιουργήσουν τετελεσμένο γεγονός, προτού αναλάβει την εξουσία η νέα κυβέρνηση.
Έτσι τη νύχτα της 9ης Μαΐου 1886, την ώρα που ο Τρικούπης σχημάτιζε κυβέρνηση, εισέβαλαν στα οθωμανικά εδάφη της Θεσσαλίας. Το επεισόδιο προκάλεσε ενθουσιασμό στην Αθήνα. Όλα όσα επακολούθησαν όμως κάθε άλλο παρά χαροποίησαν τους ενθουσιώδεις θιασώτες του – έστω και σε μικρή κλίμακα – ελληνοτουρκικού πολέμου. Οι μάχες κράτησαν πέντε ημέρες και παρόλο που οι Έλληνες σημείωσαν αξιόλογες επιτυχίες, οι Τούρκοι πέτυχαν να αιχμαλωτίσουν 280 άνδρες στην Κούτρα από το 5ο Ευζωνικό τάγμα υπό τη διοίκηση του ταγματάρχη Κωνσταντίνου Λώρη, το οποίο αφού εγκαταλείφθηκε από το υπόλοιπο σώμα, παραδόθηκε στους Τούρκους.
Ο Λώρης τραυματίστηκε θανάσιμα υπερασπιζόμενος την Κούτρα του Ζάρκου μετά από επτάωρη μάχη στις 11 Μαΐου του 1886 και εξέπνευσε μετά από λίγες ημέρες. Οι Τούρκοι στη συνέχεια τους περιέφεραν ατιμωτικά στη Μακεδονία με σκοπό τον εκφοβισμό των Ελλήνων κατοίκων της. Στις 12 Μάη του 1886 έγινε ανακωχή και στις 24 Μαΐου τελείωσε επίσημα ο «ειρηνοπόλεμος» του Δηλιγιάννη, αφήνοντας τη χώρα μας χωρίς συμμάχους στα Βαλκάνια και χωρίς αξιόμαχη στρατιωτική δύναμη.
Η πράξη αυτή πλήγωσε βαθύτατα την εθνική υπερηφάνεια των Ελλήνων και προκάλεσε έντονες αντιδράσεις. Δεν έχει τόσο σημασία να αναφερθούμε σ’ αυτές όσο στην διαδικασία άρσης του αποκλεισμού που ακολούθησε τα γεγονότα της Κούτρας και ιδίως στο χειρισμό εκ μέρους των Μεγάλων Δυνάμεων. Οι εφημερίδες της εποχής διαμαρτύρονται επειδή οι ευρωπαϊκές Δυνάμεις ακολούθησαν τη Γερμανία στο ελληνικό ζήτημα και εκφράζουν την πίκρα και το παράπονό τους για τους εξευτελιστικούς όρους που επέβαλαν στην Ελλάδα. Μάλιστα πρωτοσέλιδη γελοιογραφία της εφημερίδας “Άστυ” απεικονίζει τον Βίσμαρκ με τουρκική στολή να μάχεται εναντίον των Ελλήνων κατά τη διάρκεια της συνοριακής συμπλοκής στην Κούτρα, ενώ απέναντί του ο εύζωνος φωτίζει με το φανάρι τη μορφή του Γερμανού αρχιγραμματέα.
Η λεζάντα γράφει: «Η αναγνώρισις του σιδηρού αρχιγραμματέως εις τα σύνορα».
Στο ίδιο πνεύμα και ο “Ρωμιός” του Σουρή, επιστρατεύοντας για άλλη μιαφορά όλα τα στερεότυπα που θέλουν την Ευρώπη να αδιαφορεί για τα δίκαια της Ελλάδας, επιτίθεται εναντίον των δυτικών Δυνάμεων για την άδικη συμπεριφορά τους απέναντι στην Ελλάδα:
«Και συ, Ευρώπη μας γελάς και πάντα ίδια είσαι.
Και απορώ, μα το σταυρό, πως ως αυτή την ώρα
άλλα δεν μας έστειλες εδώ θωρακοφόρα (…)
Λοιπόν τι άλλο από μας, Ευρώπη απαιτείς
κι ακόμη απ’ το λαιμό πιασμένους μας κρατείς;»
Η επίθεση του Σουρή επικεντρώνεται εναντίον της Γερμανίας, την οποία
θεωρεί υπεύθυνη για όλα τα κακά που συνέβησαν στην Ελλάδα:
«Εσύ, βρε καγκελάριε των σαχλο-Γερμανών
συ εναντίον μας κινείς και γην και ουρανόν (…)
εσύ, πανευγενέστατε της Δύσεως τραμπούκε,
παίζεις και πάλι πρόστυχο και βρωμερό παιχνίδι
και του κυρίου Γλάδστωνος του πάει ριπιπίδι…»
Ευκαιρία να θυμηθούμε ακόμη κάποιους στίχους του «Ρωμιού» του Σουρή, στους οποίους κάνει αναφορά στην Κούτρα του Ζάρκου, παραφράζοντας το Σολωμό:
«Εις της Κούτρας την πέτρινη ράχη
η Ελλάς περπατώντας μονάχη
μνημονεύει της δόξης τα χρόνια
και στεφάνια τριγύρω σκορπά
και στης Κούτρας εκεί τα κοτρώνια
τη σπασμένη της κούτρα χτυπά».
Ο πρωταγωνιστή; της μάχης της Κούτρας, Κωνσταντίνος Λώρης, Έλληνας στρατιωτικός, ο οποίος πήρε μέρος στους απελευθερωτικούς αγώνες από το 1866 ως το 1886, γεννήθηκε το 1837 στο Προμύριο της Μαγνησίας. Πήρε μέρος στην Κρητική Επανάσταση (1866-1869) και στην επανάσταση στην Θεσσαλία το 1878, όπου και διέπρεψε. Η μάχη της Κούτρας σήμανε και το τέλος της στρατιωτικής του καριέρας με το θάνατό του ο οποίος βύθισε το χωριό Ζάρκο στο πένθος. Οι γυναίκες του Ζάρκου, στο κτίριο της επιστασίας, όπου ετέθη ο νεκρός συνταγματάρχης του 5ου Συντάγματος Ευζώνων, τραγούδησαν το ακόλουθο μοιρολόγι:
Τράβα αέρα μ’ δροσερέ και συ βοριά μ’ δροσάτε
Για να δροσίσεις τα παιδιά, του Λούρη τα παλικάρια.
Που πολεμούν καταραχίς, ψηλά στη μαύρη Κούτρα,
Δίχως ψωμί, δίχως νερό, χωρίς κάνα μεντάτι.
-Παιδιά μου μη φοβόσαστε, στο νου σας μην το βάλτε,
Όσο και ο Λούρης ζωντανός, πασά μην προσκυνάτε.
Το λόγο δεν απόσωσε και συντυχιά δεν πήρε
Το στόμα του αίμα γέμισε, τα χείλη του φαρμάκι
Κι η γλώσσα του αηδονολαλεί, σαν το χελιδονάκι.
Υπάρχει και μια ακόμη παραλλαγή του παραπάνω δημοτικού τραγουδιού:
Τράβα αέρα μ’ δροσερέ και συ βοριά μ’ δροσάτε
Για να δροσίσεις τα παιδιά, του Λώρη τους λεβέντες.
Που πολεμούν καταραχίς, ψηλά στη μαύρη Κούτρα.
Πέντε μερούλες νηστικά και δέκα διψασμένα.
Κι ο Λώρης τους αρμήνευσε και ο Λώρης τους ελέγει
«Όσο’ ναι ο Λώρης ζωντανός, πασά μην προσκυνάτε».