Το Κονάκι Κουτσέκι χωροθετείται στο κέντρο του χωριού Οιχαλία (αλλιώς Νεοχώρι) του Δήμου Φαρκαδόνας, που απέχει 24 χιλιόμερα περίπου από τα Τρίκαλα και 48 χιλιόμερα από τη Λάρισα.
Κατασκευάστηκε το 1903 από τον γαιοκτήμονα, τραπεζίτη και εθνικό ευεργέτη Χρηστάκη Ζωγράφο, ο οποίος μετά το 1881 αγόρασε έντεκα τσιφλίκια στην ευρύτερη περιοχή Τρικάλων και Καρδίτσας, μεταξύ αυτών και το τσιφλίκι Νεοχώρι που άνηκε κάποτε στον Αλή Πασά.
Ο Ζωγράφος παραχώρησε το τσιφλίκι με το Κονάκι ως προίκα στην κόρη του Θεανώ, σύζυγο του πολιτικού Λεωνίδα Δεληγιώργη. Μεταγενέστερα, περιήλθε σε άλλους ιδιοκτήτες, ενώ σήμερα είναι ακατοίκητο και έχει υποστεί σημαντικές φθορές.
Αποτελείται από το κτίριο κατοικίας, το οποίο περιβάλλεται από μαντρότοιχο, έχει κάτοψη σχήματος Γ, είναι διώροφο με ημιυπόγειο και τετράκλινη στέγη από κεραμίδια και έφερε μικρό εξώστη στην όροφο στην πρόσοψη, που δεν διασώζεται. Στην πλάγια όψη υπάρχει μεταγενέστερη προσθήκη εξώστη από σκυρόδεμα.
Το λιθόκτιστο κτίριο δεν έχει επιχριστεί, ενώ φέρει ορθογωνισμένους γωνιόλιθους και διακοσμητικά πλαίσια στα ανοίγματα της κύριας όψης. Στα μορφολογικά του στοιχεία συμμετρικός σχεδιασμός πρόσοψης και πλάγιας όψης ως προς τον κάθετο άξονα, τριμερής διάκριση των όψεων, διακοσμητικά στοιχεία – διακρίνονται οι βασικές αρχές του νεοκλασικισμού.
Το Κονάκι Κουτσέκι χαρακτηρίστηκε ως ιστορικό διατηρητέο μνημείο σύμφωνα με τις διατάξεις του N.1469/1950, με απόφαση Υπουργού Πολιτισμού που εκδόθηκε το 1997. Αντικείμενο προστασίας είναι το κτίριο και ο περιβάλλων χώρος του στα όρια της ιδιοκτησίας.
Ενημερωτικά
Κατά την περίοδο της ύστερης τουρκοκρατίας, από τα τέλη του 18ου έως τις αρχές του 19ου αιώνα, μεγάλες εκτάσεις αγροτικής γης (τσιφλίκια) στην ευρύτερη περιοχή της Θεσσαλίας και της Ηπείρου βρίσκονταν υπό την κυριαρχία του Αλή Πασά και των υιών του, τα οποία μετά την εξόντωσή τους το 1822 περιήλθαν στον Σουλτάνο. Σημειώνεται ότι, σύμφωνα με το ιδιόμορφο νομικό καθεστώς που ίσχυε επί Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, υπήρχαν διάφορες κατηγορίες γαιών (ιδιόκτητες, δημόσιες, αφιερωμένες σε ιερούς χώρους – βακούφια κ.α.). Στις δημόσιες γαίες όπως αυτές της Θεσσαλίας, η ψιλή κυριότητα παρέμενε στον Σουλτάνο, ο οποίος παραχωρούσε σε τρίτους το δικαίωμα εξουσίασης (ή επικαρπίας) επί αυτών. Εκείνοι με τη σειρά τους ανέθεταν ισόβιο κληρονομικό δικαίωμα καλλιέργειας της γης σε επίμορτους καλλιεργητές, τους κολίγους, με αντάλλαγμα μερίδιο επί της παραγωγής (μορτή).
Τα τσιφλίκια εκτείνονταν σε πολλές χιλιάδες στρέμματα και κάλυπταν περισσότερο από τα 2/3 των καλλιεργούμενων εκτάσεων της Θεσσαλίας, ενώ εργαζόταν σε αυτά ο μισός αγροτικός πληθυσμός της, περίπου 11.000 οικογένειες. Συνήθως, σε κάθε τσιφλίκι αντιστοιχούσε ένα χωριό της περιοχής, ενώ από τα περίπου 650 χωριά της Θεσσαλίας, τα 450 ήταν χωριά τσιφλίκια.
Τα χωριά τσιφλίκια, που διαμορφώθηκαν κατά τον 18ο και 19ο αιώνα στη θεσσαλική πεδιάδα, είχαν ιδιαίτερα γνωρίσματα σε επίπεδο κοινωνικής και χωρικής οργάνωσης. Συνήθως, σε κάθε οικισμό, εκτός από τις – λιτής μορφολογίας και πρόχειρης κατασκευής – κατοικίες των κολίγων, υπήρχε το κονάκι του τσιφλικούχου. Το κονάκι, μια λιθόκτιστη αρχοντική κατοικία φρουριακής μορφολογίας, λόγω του μεγέθους του και των αξιόλογων αρχιτεκτονικών και κατασκευαστικών του στοιχείων, δέσποζε στον οικισμό και στη γύρω έκταση αποτελώντας σημείο αναφοράς για κατοίκους και επισκέπτες. Παράλληλα, λειτουργούσε συμβολικά ως προς τον ρόλο του τσιφλικούχου στην περιοχή. Συχνά, διέθετε πυργίσκο που χρησίμευε ως παρατηρητήριο των γύρω γαιών και οικισμών, για λειτουργικούς αλλά και αμυντικούς λόγους. Πλαισιωνόταν περιμετρικά από περίβολο και μικρότερα κτίσματα, που στέγαζαν αποθηκευτικούς χώρους, στάβλους και άλλες βοηθητικές χρήσεις, τα οποία δημιουργούσαν μια περίκλειστη εσωτερική αυλή. Το κονάκι, εκτός από μόνιμη ή περιστασιακή κατοικία του γαιοκτήμονα και της οικογένειάς του, χρησίμευε ως κατοικία του επιστάτη και του υπόλοιπου αναγκαίου προσωπικού, αποτελώντας ουσιαστικά το διοικητικό κέντρο του τσιφλικιού.
Τα κονάκια των τσιφλικιών διακρίνονται σε δύο κατηγορίες, καθώς ορισμένα κατασκευάστηκαν από τους Οθωμανούς τσιφλικούχους και μεταβιβάστηκαν στους ελληνικής καταγωγής ιδιοκτήτες μαζί με τα παρακείμενα τσιφλίκια, ενώ άλλα ανεγέρθηκαν από τους νέους γαιοκτήμονες μετά το 1881.
Σήμερα, τυγχάνουν προστασίας από το ΥΠΠΟ, καθώς έχουν χαρακτηριστεί ως μνημεία βάσει των ιδιαίτερων ιστορικών και καλλιτεχνικών γνωρισμάτων τους.