Επειδή οι οικισμοί προσαρμόζονται στο ανάγλυφο και το ανάγλυφο προσαρμόζεται επίσης στις ανάγκες των οικιστών, η αναφορά στις τοπικές γεωμορφές οι οποίες συνέβαλαν στην αρχική εγκατάσταση του οικισμού στην συγκεκριμένη θέση, καθώς και στην περαιτέρω ανάπτυξή του, θεωρείται απαραίτητη.
Βόρεια ο οικισμός προστατεύεται από ένα παρακλάδι των Χασίων, το οποίο αποκαλείται «Βούλα», και ειδικότερα από μια ομάδα λόφων, όπου επικρατούν χαμηλά υψόμετρα της τάξης των 85-120 μέτρων. Νότια απλώνεται η εύφορη πεδιάδα των Τρικάλων. Ο Πηνειός σήμερα βρίσκεται σε απόσταση 2 χλμ από τον οικισμό ενώ δυτικά του οικισμού σε μια απόσταση περίπου 150 μέτρων ρέει το ρέμα Αυλάκι.
Οι γύρω από τον οικισμό λοφώδεις εκτάσεις έχουν χάσει τον αρχικό χαρακτήρα τους κυρίως λόγω της κτηνοτροφίας, η οποία έχει σαν συνέπεια την έντονη βόσκηση. Άμεσες ανθρωπογενείς επεμβάσεις, όπως τα σύγχρονα λατομεία και οι κάθε είδους εργασίες για την κατασκευή επαρχιακών οδών έχουν αλλοιώσει αισθητά το περιβάλλον.
Ο οικισμός βρίσκεται εντός της σεισμικής ζώνης Θεσσαλίας, της οποίας η σεισμικότητα είναι υψηλή. Από μόνοι τους οι σεισμοί επιφέρουν κάποιες αλλαγές στη γεωμορφία, όπως αλλαγές του ρου των ποταμών, μικρές κατολισθήσεις κ.λπ. Η ανασκαφική έρευνα στο ανατολικό τμήμα του οικισμού, όπου τα κτίρια συνεχίζονται βόρεια κάτω από αγροτική οδό, που βρίσκεται τουλάχιστον 3 μέτρα πάνω από τον οικισμό, θα μπορούσε να θεωρηθεί απόδειξη κατολισθήσεων.
Το ανασκαφικό έργο
Η ανασκαφή στην θέση «Ασβεσταριά» Πετρωτού Τρικάλων, ξεκίνησε ως σωστική ανασκαφή με αφορμή το έργο κατασκευής της Ε. Ο. Λάρισας-Τρικάλων όπου ήλθε στο φως οικισμός της Ύστερης Εποχής Χαλκού. Η ανασκαφή διεξήχθη υπό τη διεύθυνση της αρχαιολόγου της ΕΦΑ Καρδίτσας Μαρίας Βαϊοπούλου, με τη συνεργασία διεπιστημονικής ομάδας ερευνητών και την υποστήριξη του INSTAP39 και ήταν 5ετούς διάρκειας.
Η περίπτωση του οικισμού του Πετρωτού αποτελεί για τη δυτική Θεσσαλία μοναδική γνωστή περίπτωση οικισμού της Τελικής Νεολιθικής ή και ακόμα πρωιμότερων φάσεων, η ζωή του οποίου συνεχίζεται αδιάλειπτα έως το τέλος της Εποχής του Χαλκού. Αποκαλύφθηκαν τμήματα 14 κτηρίων, τα οποία χρονολογούνται από την Πρωτοελλαδική (ΠΕ) ΙΙ έως και την Υστεροελλαδική (ΥΕ) ΙΙΙΓ.
Από τα καλύτερα διατηρημένα είναι:
α) το Κτήριο Η, με κατεύθυνση ΒΑ-ΒΔ, το οποίο χρονολογείται στην ΠΕΙΙ. Πρόκειται για αψιδωτό κτήριο με είσοδο στην ΒΔ πλευρά του και αποκαλυφθείσες διαστάσεις 8,75×7,00 μέτρα.
β) το Κτήριο Ε, το οποίο χρονολογείται στην ΥΕ ΙΙΙΑ. Πρόκειται για ένα παραλληλόγραμμο μεγαρόσχημο κτήριο στο οποίο παρατηρούνται τρεις οικοδομικές φάσεις. Από την πρώτη φάση σώζεται τείχος 16,21 μέτρα ενώ από τη δεύτερη φάση, όπου διαπιστώνεται ότι το κτήριο μικραίνει σε μέγεθος, σώζεται τείχος μήκους 12,22μέτρα. Στην Τρίτη, τελική του φάση διακρίνονται τουλάχιστον τρεις χώροι καθώς και μία μνημειακή είσοδος. Οι σωζόμενες διαστάσεις του κτηρίου σε αυτή την φάση είναι 16,21x 5,60 μέτρα. Το κτήριο συνεχίζεται κάτω από την παλαιά E.O. Λάρισας-Τρικάλων
γ) το Κτήριο Ι, το οποίο χρονολογείται στην ΥΕΙΙΙΒ περίοδο, έχει κατεύθυνση ΒΔ-ΒΑ, με μέγιστες σωζόμενες διαστάσεις 21,77Χ5,56 μέτρα. Αποτελείται από τέσσερις τουλάχιστον χώρους. Στη ΒΑ πλευρά του κτηρίου Ι, όπου βρίσκεται και η είσοδος του ήλθε στο φως τμήμα λιθόστρωτου δρόμου (διαστάσεων: μήκος 4,22 μέτρα και πλάτους 2,40 μέτρα), ο οποίος υπερκαλύπτει το κτήριο ΙΒ, το οποίο χρονολογείται στην ΥΕΙΙΒ.
Αρχαιολογικά ευρήματα
Ταφές
Ήλθαν στο φως 42 ταφές, οι οποίες ήταν είτε σε κιβωτιόσχημους είτε σε λακκοειδείς τάφους, οι οποίοι χρονολογούνται από την ΠΕΙ έως την ΥΕ ΙΙΙΓ, καθώς και ένας λακοειδής, πλούσια κτερισμένος της ρωμαϊκής περιόδου, μέσα σε στρώμα της ΠΕΙΙΙ.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν κάποιες από τις ταφές, όπως η ταφή οικογένειας (πατέρας, μητέρα και βρέφος) σε λακκοειδή τάφο. Επίσης σε λακκοειδή τάφο ήλθε στο φως ταφή μητέρας, η οποία έφερε το βρέφος στο στήθος της. Σε θήκη δίπλα σε κιβωτιόσχημο παιδικό τάφο ανάμεσα στα άλλα κτερίσματα, ήρθε στο φως και ο σκελετός σκύλου. Όπως είναι γνωστό οι σκύλοι σαν κτερίσματα απαντούν συχνά κατά την Ύστερη Εποχή Χαλκού (ΥΕΧ).
Κεραμική
Εκτός από την κεραμική ντόπιας παραγωγής, αξιοσημείωτος είναι ο αριθμός των «εισηγμένων» αγγείων από την Αργολίδα και ίσως και από την Κρήτη.
Στην ντόπια κεραμική της ΥΕΧ, η οποία έχει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της τόσο όσο αφορά στον πηλό, όσο και στις χαρακτηριστικές λαβές, η μεσοελλαδική παράδοση ανιχνεύεται ακόμη και στα σχήματα των αγγείων. Ένας μεγάλος αριθμός αγγείων ντόπιας κεραμικής, κυρίως της Υ-ΕΙΙΒ περιόδου, μιμείται την κεραμική της Αργολίδας χρησιμοποιώντας στο αλείφωμα βαφή η οποία είναι ομοιόχρωμη με τον πηλό της Αργολίδας. Στο σύνολό της, παράλληλα απαντώνται στη βόρεια και δυτική Ελλάδα καθώς και στην Αλβανία.
Αξίζει τέλος να σημειωθεί η παρουσία οστών ζώων κάτω από την θεμελίωση κτηρίου τα οποία χρονολογήθηκαν στην ΜΕΧ Ι (ανάμεσα στο 2134 και το 1939 π. Χ.), τα οποία πιθανόν να παραπέμπουν σε τελετουργικό θεμελίωσης, καθώς και η ταφή χοιριδίου, η οποία εντοπίσθηκε κάτω από επιχώσεις της ΥΕΙΙΙΑ1.