Πηγή: Αφροδίτη Πασαλή
Ο ΝΑΟΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗΣ ΣΤΗ ΝΟΜΗ ΤΡΙΚΑΛΩΝ. ΣΥΜΒΟΛΗ ΣΤΗ ΜΕΛΕΤΗ ΤΩΝ ΤΡΙΚΛΙΤΩΝ ΘΟΛΩΤΩΝ ΒΑΣΙΛΙΚΩΝ ΤΟΥ 18ου ΚΑΙ ΤΟΥ 19ου ΑΙΩΝΟΣ ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΙΑ
// E΄ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟ ΣΥΜΠΟΣΙΟ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗΣ ΤΕΧΝΗΣ (Πολεμικό Μουσείο, Ριζάρη 2, Αθήνα 15-16 Δεκεμβρίου 2017)
Ἡ Νομή εἶναι μικρό πεδινό χωριό πού βρίσκεται 18 χλμ. νοτιοανατολικῶς τῶν Τρικάλων, στά ὅρια μέ τόν νομό Καρδίτσας, παρά τόν Πηνειό ποταμό. Ἡ ἀρχαιότερη μαρτυρία γιά τό χωριό εἶναι τοῦ ἔτους 14541. Ἐπίσης, ἡ Νομή ἀναφέρεται στό φ.21α τῆς προθέσεως 401 τοῦ Μεγάλου Μετεώρου (1520-1540) μέ τρεῖς ἀφιερωτές τῆς πρώτης γραφῆς2, ὡς νομόι στό φ.27α τῆς προθέσεως 421 τοῦ Μεγάλου Μετεώρου (1592/1593-19ος αἰώνας) μέ σαρανταένα ἀφιερωτές καί μέ ἄλλους εἰκοσιεπτά μεταγενέστερων ἐποχῶν, ἀπό τούς ὁποίους ἕνας εἶναι τοῦ 18593, στό φ. 33α τῆς προθέσεως 39 τῆς Μονῆς Δουσίκου (16ος-17ος αἰ.) μέ δώδεκα ἀφιερωτές τῆς πρώτης γραφῆς (1530-1697) καί μέ ἄλλον ἕνα μεταγενέστερης γραφῆς4, στό φ. 29α τοῦ κώδικα τῆς Τρίκκης (ἀφορᾶ τήν καταγραφή ὀσπιτίων τοῦ βιλαετίου τῶν Τρικάλων) μέ χρονολογία 29.9.18205 καί στό φ. 76Α τοῦ ἴδιου κώδικα (ἀφορᾶ ἀφιέρωση ἀρχιερατικῶν ἀμφίων ἀπό τόν πρώην Τρίκκης Κωνστάντιο) μέ χρονολογία 29.4.17656, στό φ. 44β τοῦ κώδικα Τρίκκης (κώδ. 287 Μονῆς Βαρλαάμ Μετεώρων) (ἀφορᾶ τήν περιουσία τοῦ Γιάννη Γεωργίου ἀπό τήν Νομή) μέ χρονολογία 6.3.18577, στό φ. 68α τοῦ ἴδιου κώδικα (ἀφορᾶ διδασκαλοπληρωμή) μέ χρονολογία 30.11.18388, στά φ. 121α, 123β καί 124β τοῦ ἴδιου κώδικα (ἀφορᾶ εἰσοδήματα τῆς ἐπαρχίας Τρίκκης) μέ χρονολογία 4.4.1840-4.4.18419, στά φ. 127α καί 128α τοῦ ἴδιου κώδικα (ἀφοροῦν λογαριασμούς εἰσοδημάτων τῆς Ἐπισκοπῆς Τρίκκης) μέ χρονολογία 4.4.
1841-28.6.184110 καί στό φ. 132β τοῦ ἴδιου κώδικα (ἀφορᾶ διαζύγιο λόγω ἔχθρας) μέ χρονολογία 9.3.185811.
Στίς νότιες παρυφές τοῦ χωριοῦ βρίσκεται ὁ κοιμητηριακός ναός τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς πού χρονολογεῖται στά 1868-1877. Εἶναι κτίσμα ὀρθογωνικοῦ σχήματος ἐξωτερικῶν διαστάσεων 17.50×11.30 μέτρων, μέ μεταγενέστερα ξυλόστεγο πρόσκτισμα καί τριώροφο κωδωνοστάσιο στή δυτική πλευρά. Κατά τό μεγαλύτερο τμῆμα τῆς νότιας πλευρᾶς ὑπάρχει νεώτερη
πεσσοστήρικτη στοά στή θέση παλαιότερης. Στό ὀρθογώνιο τῆς κατόψεως προσκολλᾶται ἐξωτερικῶς ἡ ἑπτάπλευρη κόγχη τοῦ Ἱεροῦ Βήματος, ἐνῶ οἱ κόγχες τῶν παραβημάτων ἐγγράφονται στό πάχος τοῦ ἀνατολικοῦ τοίχου.
Ὁ ναός χωρίζεται σέ τρία κλίτη διά δύο, ἐκ τριῶν κιόνων, κιονοστοιχιῶν. Στό δυτικό τμῆμα ὑπάρχει χῶρος, ἑνιαῖος μέ τόν κυρίως ναό, ἀπό τόν ὁποῖο διαχωρίζεται μέ ζεῦγος πεσσῶν καί μέ τήν διαφοροποιημένη κάλυψη, ὁ ὁποῖος ἐπέχει θέση νάρθηκα. Οἱ κίονες καί οἱ πεσσοί συνδέονται μεταξύ τους καί μέ τούς ἀπέναντι τοίχους μέ τόξα πλάτους 60 ἑκατοστῶν. Ἔτσι στόν κυρίως ναό, σέ καθένα ἀπό τά τρία κλίτη, δημιουργοῦνται τέσσερα διαμερίσματα.
Τό Ἱερό ὁριοθετεῖται μέ ζεῦγος πεσσῶν καί μέ τό τέμπλο. Τό κεντρικό κλίτος, συμπεριλαμβανόμενου τοῦ νάρθηκα καί τοῦ κυρίως Ἱεροῦ Βήματος, καλύπτεται μέ κατά μῆκος ἡμικύλινδρο. Ὅλα τά διαμερίσματα τῶν πλάγιων κλιτῶν καί τά παραβήματα καλύπτονται μέ τυφλούς ἡμισφαιρικούς θόλους κυκλικῆς κατόψεως, ἐνῶ τά πλάγια διαμερίσματα τοῦ νάρθηκα μέ ἡμικυλινδρικούς θόλους κατά τόν διαμήκη ἄξονα τοῦ ναοῦ. Ἑνιαία δίρριχτη στέγη μέ μερικῶς λοξές ἀποτμήσεις στίς στενές πλευρές καλύπτει τόν ναό, πολύρρικτη στέγη χαμηλότερα τό πρόσκτισμα στή δυτική πλευρά, μονόρριχτη μέ κλίση πρός τά νότια τή στοά στή νότια πλευρά καί μία τρίτη, σχήματος μισοῦ κώνου, καλύπτει τήν κόγχη τοῦ Ἱεροῦ.
Κάτω ἀπό τίς ποδιές τῶν παραθύρων στό ἐσωτερικό τοῦ ναοῦ τρέχει κοσμήτης. Ὁ φωτισμός τοῦ ἐσωτερικοῦ χῶρου εἶναι ἱκανοποιητικός, καθώς ὑπάρχουν ἕνδεκα ὀρθογωνικά παράθυρα στούς μακρούς τοίχους, πέντε καί ἕξι στούς βόρειο καί νότιο ἀντιστοίχως καί ἀπό τρία στίς στενές πλευρές. Τό παράθυρο στήν ἀνατολική πλευρά ἐπάνω ἀπό τήν κόγχη τοῦ Ἱεροῦ εἶναι σταυρόσχημο καί τό ἀντίστοιχο στήν δυτική πλευρά, κάτω ἀπό τή στέγη, ἐλλειπτικοῦ σχήματος. Ὅλα τά παράθυρα διευρύνονται πρός τά μέσα καί κατά τούς σταθμούς καί κατά τίς ποδιές.
Ἡ πρόσβαση στόν ναό γίνεται ἀπό θύρα στό μέσον τῆς δυτικῆς πλευρᾶς καί ἀπό τήν κύρια εἴσοδο πού ὁδηγεῖ στό δυτικό διαμέρισμα τοῦ νότιου κλίτους. Τό μεγαλύτερο μέρος τῆς νότιας πλευρᾶς τοῦ ναοῦ καταλαμβάνει ἡ στοά πού καλύπτεται ἀπό μονόρριχτη στέγη, φερόμενη ἀπό σειρά κτιστῶν πεσσῶν τετραγωνικῆς διατομῆς πού γεφυρώνονται μέ ξύλινα δοκάρια. Περιμετρικά τῆς στοᾶς ὑπάρχει πεζούλι πού διακόπτεται στά σημεῖα πρόσβασης στίς μακρές πλευρές.
Στόν ναό ὑπάρχει ξύλινο, σανιδωτό τέμπλο πού φέρει ξυλόγλυπτο διάκοσμο μέ ἀβαθές, ἄτεχνο ἀνάγλυφο, μόνον στούς πεσσίσκους, τήν ἐπίστεψη καί τό βημόθυρο, σέ ἐρυθρό βάθος (Εἰκ. 7, 8). Τά θωράκια φέρουν γραπτό, φυτικό διάκοσμο. Ἐπίσης ὑπάρχουν ξύλινοι ἄμβων καί δεσποτικός θρόνος μέ μικρῆς ἔκτασης ξυλόγλυπτο διάκοσμο, ἀνάλογο μέ ἐκεῖνον τού τέμπλου.
Ἡ Ἁγία Τράπεζα εἶναι λίθινη πλάκα στηριζόμενη σέ τμῆμα κίονα μέ ραβδώσεις.
Σέ τμήματα τῶν βόρειου καί νότιου τοίχου τοῦ κυρίως ναοῦ καί στό Ἱερό Βῆμα διατηρεῖται τοιχογραφικός διάκοσμος τοῦ 1881 (Εἰκ. 9) πού φιλοτεχνήθηκε ἀπό τούς ἀδελφούς Βασίλειο καί Νικόλαο διά συνδρομῆς καί δαπάνης τῶν κατοίκων τοῦ χωριοῦ, ὅπως ἀναφέρεται σέ ἐπιγραφή πού σώζεται και αναφέρει:
«Ἱστορήθη ο παρών θεῖος καί / Ἱερώτατος Ναός διά συνδρομῆς / καί δαπάνης των κατοίκων τοῦ ἐνταῦθα Χωρίου διά χειρός. Βασιλ. κ(αί) Νικ./ τῶν Ἁδελφῶν, 1,881.κ(αί) Ἐπεσκευάσθη/ ὡσαύτως, ἐν ἔτει 1904. ὁ Ἁγιογράφος».
Ἐκτός ἀπό τήν προαναφερθείσα ἐπιγραφή, ἀναφέρονται δύο ἀκόμη χρονολογίες: ἡ μία, σέ λιθανάγλυφο, στό ὑπέρθυρο τῆς νότιας εἰσόδου (Εἰκ. 10), ἡ ὁποία ἀναφέρει:
“Απρί ΛΙΟΣ 6 / 1868” καί ἡ δεύτερη, μᾶλλον ἐγχάρακτη, στό πλαίσιο τοῦ ἐλλειψοειδοῦς φεγγίτη στή δυτική ὄψη, στήν ὁποία ἀναγράφεται ἡ χρονολογία : 1887, πού ἀφορᾶ μᾶλλον τήν ὁλοκλήρωση τῆς κατασκευῆς. Στήν εἰκόνα τοῦ Μεγάλου Ἁρχιερέως τῆς Ὡραίας Πύλης ἀναγράφεται ἡ ἐπιγραφή12: «Χείρ Μαργαρίτου Μακριν/Τζιώτου καί Βασιλείου Γρεβ –/ 186(.)».
Τό κωδωνοστάσιο εἶναι μεταγενέστερη προσθήκη στόν ἀρχικό πυρῆνα. Εἶναι τριώροφο μέ τετράγωνη κάτοψη, μέ μείωση πρός τά ἐπάνω. Στό ἰσόγειο ὁ τοῖχος διατρυπᾶται ἀπό δύο ὀρθογωνικά ἀνοίγματα στή νότια καί δυτική πλευρά, στόν πρῶτο ὄροφο ἀπό τοξωτά ἀνοίγματα καί στόν τρίτο, πού ἔχει ὕψος ὅσο τό σύνολο τῶν δύο πρώτων, ἀπό δίλοβα ἀνοίγματα μέ διαχωριστικό κιονίσκο, περιγεγραμμένα ἀπό ἑνιαῖο τόξο. Στήν καμπάνα τοῦ κωδωνοστασίου ὑπάρχει ἀνάγλυφη ἐπιγραφή:
«ΟΙ ΤΕΧΝΗΤΑΙ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΚΑΙ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΠΕΡΤΟΥΛΙΩΤ(Α)Ι ΤΡΙΚΑΛΑ 1885».
Στή δόμηση ὑπάρχει κατασκευαστική ἀκρίβεια. Ὁ ναός εἶναι κτισμένος μέ ἀργούς λίθους μέ μία προσπάθεια τοποθετήσεώς τους σέ ὁριζόντιες στρώσεις, μέ παρεμβολή κονιάματος. Στίς γωνίες ἔχουν χρησιμοποιηθεῖ μεγάλοι, λαξευτοί, ὀρθογωνισμένοι λίθοι. Οἱ ξυλοδεσιές δέν εἶναι ἐμφανεῖς, ὅπως στή λαϊκή ἀρχιτεκτονική τῆς ἐποχῆς, ἀλλά ἐνσωματωμένες στούς τοίχους, ὅπως στά βυζαντινά παραδείγματα. Στή δόμηση τῆς κόγχης τοῦ Ἱεροῦ ἔχουν χρησιμοποιηθεῖ λαξευτοί πωρόλιθοι, ἀπολύτως ὀρθογωνισμένοι, σέ ἰσοϋψεῖς στρώσεις. Ἡ πεντάπλευρη ἐξωτερικῶς κόγχη εἶναι κτισμένη ὑψηλότερα ἀπό τή στάθμη τοῦ ἐδάφους, ἐπάνω σέ ἡμικυκλική βάση ἐκ τριῶν ἀνισοϋψῶν βαθμίδων ἀπό λαξευμένους λίθους, ἡ κατώτερη βαθμίδα σέ ἐσοχή καί οἱ δύο ἀνώτερες σέ ἐπεξοχή.
Γεῖσο ἀπό 2-3 σειρές λιθοπλακῶν σέ ἐκφορική διάταξη περιτρέχει τόν ναό κάτω ἀπό τά κεραμίδια τῆς στέγης. Ἁνάλογο γεῖσο ἐπιστέφει τό τύμπανο τῆς κόγχης τοῦ Ἱεροῦ Βήματος. Ἐπάνω ἀπό τήν ἀπόληξη τῆς στέγης στήν κόγχη τοῦ Ιεροῦ εἶναι πακτωμένες ἐκφορικά καί σέ σειρά σχιστόπλακες πού ἀκολουθοῦν τήν κλίση τῆς στέγης ὡς γεῖσο καί προφυλάσσουν τόν ὑποκείμενο ἁρμό ἀπό τά νερά τῆς βροχῆς.
Στό ἐσωτερικό, οἱ κίονες εἶναι μονολιθικοί, βαμμένοι σήμερα μέ λαδομπογιά. Τά κιονόκρανα εἶναι ἁπλά, τεκτονικά, μέ καμπύλες ἀποτμήσεις στίς γωνίες. Ξύλινοι ἑλκυστῆρες ὑπάρχουν ἐλάχιστοι. Οἱ περισσότεροι ἔχουν ἀντικατασταθεῖ μέ μεταλλικούς. Ὑπάρχουν ἑλκυστῆρες σέ μία σειρά στίς γενέσεις τῶν κατά μῆκος τόξων τῶν κιονοστοιχιῶν καί ἐγκάρσιοι σέ δύο ἐπάλληλες σειρές, στίς γενέσεις τῶν ἐγκάρσιων τόξων τοῦ κεντρικού κλίτους ἡ πρώτη, καί στό ὕψος τῶν ἐπιθημάτων τῶν κιονοκράνων ὅλων τῶν κλιτῶν ἡ δεύτερη. Ἐπίσης ἑλκυστῆρες ὑπάρχουν καί σέ διάφορες ἄλλες θέσεις ἀκανόνιστα. Ἐξωτερικῶς οἱ σταθμοί, τά ἀνώφλια καί οἱ ποδιές τῶν παραθύρων σχηματίζονται ἀπό εὐμεγέθεις λίθους. Στούς σταθμούς διακρίνονται οἱ ὀπές, ὅπου ἦταν πακτωμένες παλαιότερα σιδεριές ἀσφαλείας.
Τό κωδωνοστάσιο εἶναι λιθόκτιστο, μέ χρήση ὀρθογωνισμένων λαξευτῶν λίθων στίς γωνίες καί ἀργῶν λίθων στήν ὑπόλοιπη τοιχοποιία. Τό σύνολο δίλοβα τόξα-πεσσίσκοι-τύμπανα εἶναι κατασκευασμένα ἀπό πλίνθους, ἐνῶ τό τύμπανο μεταξύ λοβῶν καί περιγεγραμμένου τόξου κοσμεῖ πλίνθινος σταυρός. Λίθινος κοσμήτης ἁπλῆς, ὀρθογωνικῆς διατομῆς χωρίζει τό τρίτο ἐπίπεδο τοῦ κωδωνοστασίου ἀπό τά δύο πρῶτα.
Τά μορφολογικά στοιχεῖα τοῦ μνημείου ἐξωτερικῶς εἶναι ἐλάχιστα καί σχετικῶς ἁπλά, τά ἀκόλουθα: Τά ἑπτά, τυφλά, ἀβαθῆ ἁψιδώματα στό τύμπανο τῆς κόγχης τοῦ Ἱεροῦ πού διαμορφώνονται ἀνάμεσα σέ ὀκτώ ἡμικιονίσκους μέ τεκτονικά κιονόκρανα καί συμφυῆ ἐπιθήματα. Τό κεντρικό ἁψίδωμα εἶναι ἡμικυκλικό πρός τά ἐπάνω καί τά 3 + 3 ἑκατέρωθεν τοῦ κεντρικοῦ, τοξωτά, πολλαπλῆς καμπυλότητας. Ἡ πώρινη πλάκα πού εἶναι ἐντοιχισμένη στό τύμπανο τοῦ κεντρικοῦ ἁψιδώματος καί φέρει λιθανάγλυφο διάκοσμο, σταυρό μέ τρίφυλλες ἀπολήξεις τῶν κεραιῶν, τέσσερις πολύφυλλους ρόδακες ἀνάμεσα στίς κεραῖες, δύο δίπτερα στίς ἐπάνω γωνίες καί κυπαρίσσια στίς κάτω.
Τά γεῖσα ἀπό 2-3 σειρές σχιστοπλακῶν σέ ἐκφορική διάταξη πού ἐπιστέφουν τούς τοίχους τοῦ ναοῦ καί τόν τοῖχο τοῦ τυμπάνου τῆς κόγχης. Ὁ σταυρόσχημος φεγγίτης στήν ἀνατολική ὄψη πού ἔχει ἡμικυκλικές ἀπολήξεις στίς κεραῖες καί ἐγγράφεται σέ πώρινο πλαίσιο σχήματος ρόμβου. Ὁ ἐλλειψοειδοῦς σχήματος φεγγίτης στή δυτική ὄψη πού ἐγγράφεται σέ λίθινο πλαίσιο σχήματος ρόμβου σέ ὑποχώρηση ἀπό τό πρόσωπο τῆς τοιχοποιίας καί περιβάλλεται ἀπό λίθινη ταινία.
Τό λίθινο περιθύρωμα τῆς νότιας εἰσόδου ἀπό μονολιθικούς λαμπάδες μέ τό ἁπλοϊκό λιθανάγλυφο, τό κοιλόκυρτο, πολλαπλῆς καμπυλότητας τοξωτό ἀνώφλι καί οἱ βάσεις τῶν παραστάδων πού εἶναι ἁπλές, κόλουρες πυραμίδες. Ἡ ὑπερκείμενη κόγχη μέ τήν εἰκόνα τῆς τιμώμενης στόν ναό ἁγίας Παρασκευῆς. Ἡ δυτική θύρα μέ τό ἡμικυκλικό λίθινο ἀνώφλι. Ἡ στοά στήν νότια πλευρά πού συμβάλλει στήν ἁρμονική κλιμάκωση τῶν ὄγκων. Τό τριώροφο κωδωνοστάσιο πού τονίζει τόν κατακόρυφο ἄξονα τοῦ συνόλου, ἐλαφρύνοντας τόν ἀδιάρθρωτο καί βαρύ ὄγκο τοῦ ναοῦ.
Σε ἀντίθεση μέ τήν ἐξωτερική ἐμφάνιση, ὅπου ἔχουμε νά κάνουμε μέ τυπικό δεῖγμα ναοῦ τῆς ὄψιμης Τουρκοκρατίας στόν Θεσσαλικό κάμπο, στό ἐσωτερικό, ἡ σύνθετη θολοδομία, τά τόξα, οἱ ἡμικυλινδρικοί θόλοι, τά φουρνικά, ὁ κοσμήτης, τό τέμπλο, ὁ ἄμβων, ὁ δεσποτικός θρόνος καί ὁ τοιχογραφικός διάκοσμος τοῦ 1881 συνθέτουν ἕνα σύνολο μέ μορφολογικό ἐνδιαφέρον.
Ὁ ναός τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς ἀνήκει στόν τύπο τῆς τρίκλιτης, θολωτῆς βασιλικῆς. Κατά τούς δύο τελευταίους αἰῶνες τῆς Τουρκοκρατίας ἐφαρμόσθηκε στόν ἠπειρωτικό χῶρο τῆς Ἑλλάδας ὁ τύπος τῆς μεγάλης, τρίκλιτης, ξυλόστεγης βασιλικῆς, στήν προσπάθεια γιά δημιουργία ναῶν μέ μεγάλη χωρητικότητα, προκειμένου νά καλυφθεῖ ἡ ἀνάγκη ἐκκλησιασμοῦ μεγάλου ἀριθμοῦ πιστῶν, μέ ὅσο τό δυνατόν μικρότερες καί λιγότερες τεχνικές δυσκολίες, διότι πρόκειται γιά τύπο ἁπλό, χωρίς δομικό ὀργανισμό πού χρειάζεται ἀντιστηρίξεις
πλάγιων ὠθήσεων καί πού μπορεῖ νά κατασκευασθεῖ μέ εὐκολία ἀπό τεχνίτες χωρίς εἰδικές γνώσεις.
Μέ τήν παρακμή τῶν ὀθωμανικῶν δυνάμεων καί τήν ἀνασυγκρότηση τῶν δυνάμεων τῶν Ἑλλήνων, ἄρχισε μία στροφή καί μία προσήλωση στίς ἀξίες τῆς ἀρχιτεκτονικῆς κληρονομιᾶς μέ τήν ἐφαρμογή βυζαντινῶν τύπων. Ἡ ἐμφάνιση ἀργότερα τῆς τρίκλιτης θολωτῆς, τρουλλαίας βασιλικῆς ἦταν μία προσπάθεια συνδυασμοῦ τῆς τρίκλιτης ξυλόστεγης μέ τόν σταυροειδῆ ἐγγεγραμμένο τύπο14, μέ παραδείγματα τούς ναούς τῶν Ταξιαρχῶν στό Κριτσίνι Τρικάλων (1625)15 καί τῆς Φανερωμένης στή Σαλαμίνα (1611-1670 κατά Γ. Σωτηρίου ἤ 1690-1700 κατά Δ. Πάλλαν)16. Ἡ ἐφαρμογή αὐτοῦ τοῦ τύπου εἶναι δύσκολη, διότι ἀπαιτεῖ κατασκευή ξυλοτύπου καί χρονοβόρα γιά τούς χρονικούς περιορισμούς πού θέτουν οἱ κατακτητές.
Στήν προσπάθειά τους οἱ τεχνίτες νά ἐξυπηρετήσουν τίς λειτουργικές ἀνάγκες καί νά ἐπιτύχουν ταυτοχρόνως ὑψηλότερο αἰσθητικό ἀποτέλεσμα, τουλάχιστον στό ἐσωτερικό μέ μερική, ἔστω, ἀναβίωση βυζαντινῶν προτύπων (ἀνατολικές βασιλικές), ἐφήρμοσαν τόν τύπο τῆς θολωτῆς, χωρίς τροῦλλο, τρίκλιτης βασιλικῆς. Ὁ τύπος ἔχει τά πλεονεκτήματα τῆς μεγάλης χωρητικότητας καί τοῦ αἰσθητικοῦ ἀποτελέσματος μέ τήν μνημειακή ἐντύπωση πού δημιουργεῖται στό ἐσωτερικό τοῦ ναοῦ χάρη στή θολοδομία. Εἶναι ὅμως εὐκολώτερος στήν κατασκευή, διότι οἱ θόλοι δημιουργοῦν μέν πλάγιες ὠθήσεις, ὄχι ὅμως τόσο μεγάλες ὅσο ἄν ὑπήρχε τροῦλλος. Ἐφαρμόζετο σέ περιπτώσεις πού ὑπῆρχε πρόθεση μιᾶς πλουσιώτερης κατασκευῆς.
Ὁ τύπος τῆς τρίκλιτης, θολωτῆς βασιλικῆς διαδίδεται κατά τούς 18ο καί 19ο αἰῶνες στή Θεσσαλία, τήν Ἤπειρο, τή Μακεδονία, τήν Πελοπόννησο, τά Ἑπτάννησα καί τά νησιά τοῦ Αἰγαίου. Τά παραδείγματα ὅμως είναι σχετικῶς λίγα, ἄν συγκριθοῦν μέ ἐκεῖνα τοῦ τύπου τῆς τρίκλιτης ξυλόστεγης17. Οἱ τρίκλιτες, θολωτές βασιλικές τῆς ἐποχῆς αὐτῆς δέν ἔχουν ἑνιαῖες διαμήκεις καμάρες, ὅπως εἶχαν οἱ βυζαντινές ἀνατολίζουσες18. Ἡ κάλυψή τους γίνεται, κατά κανόνα, στό κεντρικό κλίτος μέ διαμήκη ἡμικύλινδρο, πού ὅμως διακόπτεται
ἀπό ἐγκάρσια ἐνισχυτικά τόξα, καί στά πλάγια κλίτη μέ διαδοχικούς μικρότερους θόλους μέ προτίμηση στά χαμηλά φουρνικά πού ἔχουν μικρή διάμετρο, ἴσως ὑπό τήν ἐπίδραση προτύπων τῆς ὀθωμανικῆς ἀρχιτεκτονικῆς, λύση πού ἐφαρμόζεται στίς στοές τῶν τζαμιῶν καί σέ ἄλλα Τουρκικά κτίρια, ἐνῶ τά πλάγια διαμερίσματα τοῦ νάρθηκα καλύπτονται μέ διαμήκεις ἡμικυλίνδρους.
Ὁ συνδυασμός αὐτός, λόγω τοῦ χαμηλού ὕψους τῶν πλάγιων φουρνικῶν σέ σχέση μέ τό ὕψος τοῦ κεντρικοῦ ἡμικυλίνδρου, διευκολύνει τήν κάλυψη ὅλων κάτω ἀπό ἑνιαία δίρριχτη στέγη. Στήν περίπτωση τοῦ ἐξεταζόμενου μνημείου, τό κεντρικό κλίτος τοῦ κυρίως ναοῦ καί τοῦ νάρθηκα καλύπτεται μέ ἡμικυλινδρικό θόλο καί τά πλάγια μέ διαδοχικά φουρνικά, ἐνῶ τά πλάγια διαμερίσματα τοῦ νάρθηκα καλύπτονται μέ διαμήκεις ἡμικυλίνδρους.
Ἡ κοινωνική καί ἡ οικονομική παρακμή τήν ἐποχή αὐτή, καθώς καί ἡ ἀδεξιότητα στήν κατασκευή ὁδήγησαν σέ τροποποιήσεις στίς ἀναλογίες τῶν κτιρίων καί στήν θολοδομία, μέ ἀποτέλεσμα τήν νόθευση τῶν τύπων καί τήν ἀλλοίωση τῶν μορφῶν. Χαρακτηριστικό γνώρισμα τῶν ἐκκλησιαστικῶν κτιρίων εἶναι οἱ στοές (τά χαγιάτια), στοιχεῖο λαϊκό πού ὑποκαθιστοῦν τίς βυζαντινές στοές, διαμορφώνοντας ἡμιυπαίθριους χώρους. Ἔχουν ρόλο χρηστικό, ὡς τόπος γιά τήν ἐπικοινωνία τῶν ἀνθρώπων, ἀλλά καί μορφολογικό, διότι ἀναδεικνύουν τούς ναούς καί συμβάλλουν στή διάπλαση τῶν ὄγκων. Ἡ ἐμμονή στήν παράδοση εἶναι φανερή, ὅμως, ἐπειδή τώρα γίνονται χαμηλές, ὑπάρχει ἀλλοίωση τῶν μορφῶν.
Στά περισσότερα μέρη τῆς Ἑλλάδας, λόγω ἐλλείψεως οἰκονομικῶν πόρων, οἱ κατασκευές εἶναι λιτές. Ἄλλωστε βρισκόμαστε σέ μία ἐποχή παρακμῆς τῆς οἰκοδομικῆς τεχνικῆς. Στόν ναό τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς στήν Νομή πού ἔχει ἀρκετά μεγάλο μέγεθος, ἡ ἐφαρμογή τῆς σύνθετης θολοδομίας ἀποδεικνύει τήν πρόθεση τῶν πιστῶν καί τῶν κατασκευαστῶν νά δημιουργήσουν ἕνα ἔργο ποιότητας γιά λόγους λειτουργικούς καί σεβασμοῦ πρός τήν παράδοση. Τά στοιχεῖα τῆς βυζαντινῆς ἀρχιτεκτονικῆς παραμένουν, μολονότι ὑπάρχει χρονική ἀπομάκρυνση ἀπό τά παλαιά πρότυπα. Ἔτσι στό ἐσωτερικό ἐπιτυγχάνεται ὑψηλό αἰσθητικό ἀποτέλεσμα. Στό ἐξωτερικό ὅμως οἱ μορφές ἔχουν νοθευτεῖ, διότι οἱ ὑπεραπλουστεύσεις πού ἐπεβλήθησαν γιά κοινωνικούς, πολιτικούς καί οἰκονομικούς λόγους ἐμπόδισαν τήν μορφολογική διάπλαση τῶν ὄψεων.
Ἡ ἐφαρμογή τοῦ τύπου τῆς τρίκλιτης θολωτῆς βασιλικῆς στήν Ἁγία Παρασκευή στήν Νομή, ἀλλά καί σέ ὅλους τούς προαναφερθέντες ναούς, προέκυψε ἀπό τήν προσπάθεια τῶν μαϊστόρων νά συνδυάσουν στό ἐσωτερικό τήν ἐξυπηρέτηση τῶν αὐξημένων λειτουργικῶν ἀναγκῶν μέ τό ὑψηλότερο αἰσθητικό ἀποτέλεσμα, ἀνεγείροντας ναούς αὐξημένης χωρητικότητας, χάρη στίς μεγάλες διαστάσεις, καί μνημειακῆς ἐμφανίσεως, χάρη στή σύνθετη θολοδομία.