Η γαστρονομία είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την ζωή των ανθρώπων, από αρχαιοτάτων χρόνων. Η διατροφή ήταν απαραίτητη για την επιβίωση και τη διατήρηση του ανθρώπινου οργανισμού, αφού από αυτή παίρνουμε όλες τις θρεπτικές ουσίες που χρειαζόμαστε. Με την πάροδο του χρόνου λοιπόν το φαγητό, πρόσθεσε στην ιδιότητα της αναγκαιότητας, την απόλαυση και τη γεύση.
Καθώς λοιπόν η γαστρονομία προχωρά παράλληλα με την εξέλιξη του ανθρώπινου είδους, συμβάλλει στην πολιτιστική ανάπτυξη ενός τόπου. Η γαστρονομία αποτελεί χαρακτηριστικό γνώρισμα της πολιτισμικής ταυτότητας ενός τόπου, καθώς ανήκει στην άυλη πολιτιστική κληρονομία. Η άυλη πολιτιστική κληρονομιά είναι ιδιαίτερη και η διαφύλαξή της απαιτητική αλλά και σημαντική.
Θεσσαλική κουζίνα
Η θεσσαλική κουζίνα έχει ένα τεράστιο εύρος λαχανικών και οπωροφόρων δέντρων, καθώς το μεγαλύτερο μέρος της περιοχής αποτελείται από απέραντες και εύφορες πεδιάδες. Για το λόγο αυτό η πλειοψηφία του πληθυσμού της απαρτίζεται από αγρότες που καλλιεργούν κάθε λογής προϊόντα. Κάποια από τα προϊόντα αυτά είναι
ρύζι, ντομάτες, μελιτζάνες, φασολάκια, κρεμμύδια και σκόρδα. Επιπλέον μια σημαντική προσθήκη στην κουζίνα της περιοχής αποτελεί το κυνήγι και πιο συγκεκριμένα του αγριογούρουνου και του ζαρκαδιού.
Επιπλέον λόγω των κοιλάδων ευνοείται η παραγωγή σιταριού, καθώς δικαιολογείται και η μεγάλη ποικιλία σε λαχανικά. Επίσης ένα πολύ ιδιαίτερο προϊόν που μας
προσφέρει η Θεσσαλία είναι το βούτυρο από αιγοπρόβατα. Ένα αγαθό, το οποίο δεν συναντάμε εύκολα τα τελευταία έτη, αν και στην περιοχή αυτή η παρουσία του είναι εμφανή όπως και σε άλλα γεωγραφικά διαμερίσματα του βορρά, την Ήπειρο για παράδειγμα.
Ακόμα το περιβάλλον αυτό είναι κατάλληλο και για την εκτροφή ζώων, όπως αγελάδες και αυτός είναι ο λόγος ύπαρξης πολλών κτηνοτροφικών μονάδων. Οι ντόπιοι χρησιμοποιούν στη μαγειρική τους συστατικά που προέρχονται και προϋπάρχουν στο φυσικό περιβάλλον τους, όπως μανιτάρια, κάστανα, καρύδια, φτέρη και πολλά μυρωδικά.
Τέλος η κουζίνα είναι επηρεασμένη και από τις παραδόσεις των Βλάχων και των Σαρακατσάνων. Επιπλέον έχει στοιχεία από τη γαστρονομία των Χασιωτών και των Αντιχασιωτών που αποτελούν ανθρώπους του βουνού, καθώς και των Καραγκούνηδων, οι οποίοι είναι οι άνθρωποι που κατοικούν κυρίως στον κάμπο και κοντά στη θάλασσα.
Ενδεικτικές τοπικές συνταγές: Αγριογούρουνο με κυδώνια, ζαρκάδι κοκκινιστό, σπετσοφάι, κολοκυθοανθοί γεμιστοί, πρασοτηγανιά.
Παραδοσιακές πίτες
Οι παραδοσιακές πίτες είναι ένα μεγάλο κεφάλαιο της τοπικής κουζίνας. Πολλές και διαφορετικές επεξεργασίες της ζύμης δίνουν μια μεγάλη ποικιλία από φύλλα, άλλοτε λεπτά και διάφανα κι άλλοτε πάλι τριφτά και πιο πλούσια. Με αυτές τις ζύμες η ελληνική φαντασία δημιούργησε έναν ατελείωτο αριθμό από γευστικούς συνδυασμούς. Πίτες αλμυρές, με τυρί, χόρτα, κρέας, ή γλυκές, με γάλα, με ρύζι, με κανέλα και με γιαούρτι, οι δημιουργίες είναι ανεξάντλητες. Κάθε γωνιά της Ελλάδας φτιάχνει τις δικές της πίτες, στο φούρνο ή στο τηγάνι. Είναι το απαραίτητο συνοδευτικό του πλούσιου τραπεζιού και η περηφάνια κάθε τοπικής μαγειρικής.
Από τα πολλά είδη πίτας που φτιάχνουν στη Θεσσαλία, την κυρίαρχη θέση κατέχει ο πλαστός, μια πίτα-σύμβολο της Θεσσαλίας. Είναι μια χορτόπιτα όπου τα φύλλα αντικαθίστανται από έναν χυλό φτιαγμένο με χοντρό καλαμποκάλευρο και νερό, σε διάφορες πυκνότητες ανάλογα με το αν ο χυλός αποτελεί τη βάση ή την κρούστα της πίτας, ενώ η «γέμιση» περιέχει μείγμα από άγρια και ήμερα χόρτα της εποχής.
Σε κάποια μέρη τον πλαστό τον λένε και μπαντζάρα. Τον λένε επίσης και φτωχόπιτα, διότι είναι η πίτα της οικονομίας και της λιτότητας. Η νοικοκυρά προσπαθεί να χορτάσει την οικογένεια, χωρίς να σπαταλήσει πολλά υλικά. Παρόλο που απαιτεί επιδεξιότητα και πείρα, πολλές νοικοκυρές τον αποκαλούν και πίτα της τεμπελιάς ή τεμπελόπιτα, γιατί δεν χρειάζεται να ανοίξουν φύλλο, που είναι χρονοβόρα δουλειά. Για την παρασκευή του πλαστού δεν υπάρχουν ακριβείς αναλογίες. Η νοικοκυρά καθορίζει «με το μάτι» και την πείρα τις ποσότητες, ανάλογα με τις μερίδες που θέλει να βγάλει αλλά και τα διαθέσιμα υλικά.
Η Γουρουνοχαρά
Ένα από τα σημαντικότερα γαστρονομικά χριστουγεννιάτικα έθιμα σε πολλές περιοχές της Φαρκαδόνας και γενικά της Θεσσαλίας είναι η γουρουνοχαρά ή γρουνουχαρά.
Λέγεται πως, οι οικογένειες αγόραζαν το γουρούνι, από το μήνα Μάιο και το συντηρούσαν με κολοκύθια και πίτυρα, σε νερό, είτε στο ποτάμι. Το γουρούνι ήταν απαραίτητο για ένα αγροτικό σπίτι, καθώς από το γουρούνι έπαιρναν τη λίπα, το κρέας, τα λουκάνικα κι έφτιαχναν τα γουρνοτσάρουχα. Αποτελούσε ντροπή για το σπίτι εκείνο, που δεν είχε γουρούνι, καθώς θεωρούνταν παρακατιανό, φτωχό κι ανοικοκύρευτο.
Η προετοιμασία για το σφάξιμο του γουρουνιού γινόταν με εξαιρετική φροντίδα, για κάθε σφαγή μεγάλου γουρουνιού απαιτούνταν 5-6 άνδρες, ενώ επακολουθούσε γλέντι μέχρι τα ξημερώματα, για να επαναληφθεί η ίδια διαδικασία την επόμενη και τη μεθεπόμενη μέρα. Οικογένειες, συνήθως συγγενικές, καθόριζαν με τη σειρά ποια ημέρα θα έσφαζε το γουρούνι της.
Επειδή όμως η όλη εργασία είχε ως επακόλουθο το γλέντι και τη χαρά, γι’ αυτό και η ημέρα αυτή καθιερώθηκε ως “γουρουνοχαρά ή γρουνουχαρά”. Όταν μάλιστα προσκαλούσαν κάποιον την ημέρα αυτή, δεν έλεγαν “έλα να σφάξουμε το γουρούνι”, αλλά “έλα, έχουμε γουρουνοχαρά”. Το σφάξιμο των γουρουνιών δεν συνέπιπτε τις ίδιες ημερομηνίες κατά περιφέρειες. Σε άλλες περιοχές τα έσφαζαν 5-6 ημέρες πριν από τα Χριστούγεννα και σε άλλες άρχιζαν από την ημέρα των Χριστουγέννων και μετά, ανάλογα με την παρέα. Τα περισσότερα γουρούνια σφάζονταν στις 27 Δεκεμβρίου, ημέρα του Αγίου Στεφάνου. Γι’ αυτό και η γιορτή αυτή ονομαζόταν “γρουνοστέφανος ή γουρουνοστέφανος”. Υπάρχουν όμως και μικρές περιοχές που τα έσφαζαν ένα μήνα ή και περισσότερο, μετά τα Χριστούγεννα.
Κατά το έθιμο, νοικοκυρά έδινε μικρή ποσότητα αναμμένης στάχτης και θυμίαμα στο σφαγέα, ο οποίος, αφού θυμιάτιζε τους εργαζόμενους και όλους τους άλλους, για να έχουν την ευλογία του Χριστού και να εξαφανιστούν οι καλικάντζαροι, έριχνε τη στάχτη με το θυμίαμα στο λαιμό του γουρουνιού, για να είναι ευλογημένο και καλό το κρέας του. Ένας άλλος έπαιρνε λίγο αίμα κι επάλειφε τα μικρά παιδιά στο πρόσωπο για να είναι γερά, ανθεκτικά στους ψύλλους, στις αρρώστιες, και να μην επηρεάζονται από τα κακά πνεύματα. Στη συνέχεια, οι άνδρες έγδερναν το γουρούνι, και το δέρμα, αφού το αλάτιζαν, το δίπλωναν στα τέσσερα και το κρατούσαν για να φτιάξουν τα γουρνοτσάρουχα για τις καλοκαιρινές δουλειές τους.
Μετά το γδάρσιμο, άρχιζε το κόψιμο του λίπους (παστού), για να γίνει έπειτα το κόψιμο του κρέατος σε μικρά τεμάχια. Το λίπος αυτό, αφού το έλιωναν πρώτα, το έβαζαν σε δοχεία λαδιού ή πετρελαίου και αφού πάγωνε, διατηρούνταν σχεδόν όλο το χρόνο. Οι κάτοικοι της Φαρκαδόνας το χρησιμοποιούσαν όλο το χρόνο και σε όλα σχεδόν τα φαγητά. Υπήρχαν μάλιστα περιπτώσεις που πολλοί δεν το αντικαθιστούσαν με τίποτα. Ακόμα και το καλοκαίρι στα φαγητά τους χρησιμοποιούσαν λίπος, γιατί το θεωρούσαν δική τους παραγωγή και επομένως φθηνό, σε αντίθεση με το λάδι που το αγόραζαν μισή ή μια οκά για να περάσουν ένα και δυο μήνες. Επίσης, πολλές φτωχές οικογένειες δεν αγόραζαν καθόλου λάδι και δεν ήξεραν ούτε ποιο είναι το χρώμα του.
Στη συνέχεια, τεμάχιζαν το κρέας και τοποθετούσαν αλατισμένα τα κομμάτια σε πλιθάρια, που τα είχαν για φαγητό όλο σχεδόν το χειμώνα και τα μαγείρευαν με τραχανά και πλιγούρι. Επίσης έφτιαχναν και λουκάνικα έκοβαν τα πράσα σε μικρά-μικρά τεμάχια και τα είχαν έτοιμα να γεμίσουν τα λουκάνικα. Μετά το φαγητό, οι άνδρες έκοβαν το κρέας πάνω στην τάβλα, με τα ψαλίδια, το οποίο ανακάτευαν με τα τριμμένα πράσα και το έβαζαν σε χάλκινη κατσαρόλα και τα ζέσταιναν, αφού έριχναν συγχρόνως ρίγανη, πιπέρι και αλάτι. Στη συνέχεια περνούσαν τα λουκάνικα σ’ ένα ξύλινο δοκάρι και τα κρεμούσαν για να στεγνώσουν.
Έφτανε πλέον το μεσημέρι. Η τάβλα ήταν έτοιμη για το φαγητό, με ντόπιο κρασί. Τσίπουρο έπιναν κατά την ώρα της δουλειάς.
Μετά, οι άνδρες έφευγαν για τα σπίτια τους, αλλά το βράδυ επέστρεφαν στο σπίτι του νοικοκύρη για να φάνε και να γλεντήσουν, να χαρούν και να απολαύσουν τους καρπούς του κόπου τους. Οι γυναίκες είχαν έτοιμα τα φαγητά, όπως πίτες- συνήθως με τυρί- κόκαλα βρασμένα, ψητό στη σχάρα κρέας και άφθονο κρασί από το αμπέλι. Τα μεσάνυκτα κι ύστερα από πολλά τραγούδια και χαρά, όπως κι ευχές προς το νοικοκύρη, έφευγαν για τα σπίτια τους.
Σήμερα το έθιμο τηρείται και πάλι σε πολλά χωριά της Θεσσαλίας. Στις πόλεις όμως γιορτάζεται στις πλατείες των συνοικιών, με εκδηλώσεις κεφιού και γλεντιού, προσφέροντας άφθονο κρασί και ψημένο χοιρινό κρέας.
Τσίπουρο και κρασί
Η Θεσσαλία βρίσκεται στην καρδιά της κεντρικής Ελλάδας και ήταν πάντα ένας από τους εμπορικούς και πολιτιστικούς κόμβους της χώρας. Η οικονομία της περιοχής βασίζεται κυρίως στη γεωργία, ενώ η πλειονότητα της γεωργικής γης αφορά καλλιέργειες εκτός των αμπελιών, όπως τα σιτηρά και το βαμβάκι. Η αμπελοκαλλιέργεια δεν είναι διαδεδομένη γιατί τα παραπάνω προϊόντα είναι πιο κερδοφόρα. Οι καλύτεροι αμπελώνες αναπτύσσονται σε βουνοπλαγιές στα όρια της περιοχής, όπου τα σταφύλια είναι ποιοτικά ανώτερα από αυτά που μεγαλώνουν στα βαριά και πλούσια σε οργανική ύλη εδάφη του Θεσσαλικού κάμπου. Το νερό είναι άφθονο αφού πολλά ποτάμια, με σημαντικότερο τον Πηνειό, χρησιμοποιούνται για άρδευση, και το χιόνι στα κοντινά βουνά δεν λιώνει μέχρι αργά την άνοιξη. Οι υψηλές αποδόσεις δεν είναι ασυνήθιστες στους αμπελώνες του Θεσσαλικού κάμπου.
Τα χρόνια έχουν περάσει, όμως στην ευρύτερη περιοχή, υπάρχει ακόμα και σήμερα ένας σημαντικός αριθμός τσιπουροπαραγωγών, οι οποίοι μάλιστα ακολουθούν τον παραδοσιακό τρόπο. Πιστοί στις αξίες και τις οδηγίες που έλαβαν από τους προγόνους τους, συνεχίζουν την παραγωγή τσίπουρου μέσα στα καζάνια, διατηρώντας τη γνήσια γεύση του. Κάθε χρόνο, μόλις ολοκληρώνεται η απόσταξη, στήνονται μεγάλα γλέντια, με τους παραγωγούς να το διασκεδάζουν με την ψυχή τους.
Οι αμπελώνες της Φαρκαδόνας βρίσκονται κυρίως κοντά στα όρια του κάμπου και ιδιαίτερα σε βουνοπλαγιές. Η παρουσία βουνών δημιουργεί προστατευτική ασπίδα ενάντια στους ανέμους που πνέουν από όλες τις κατευθύνσεις, και παγιδεύει την υγρασία σε χαμηλότερα υψόμετρα, ενθαρρύνοντας, ωστόσο, την εμφάνιση ασθενειών που προκαλούνται από επιβλαβείς μύκητες. Οι κύριες ποικιλίες είναι οι λευκές (Ασύρτικο, Ροδίτης, Σαββατιανό, Μπατίκι, Chardonnay και Sauvignon Blanc) και οι ερυθρές (Λημνιό, Λιμνιώνα, Cabernet Sauvignon, Syrah).