Πηγή: Α. Πασαλή, Ο ναός του Αγίου Αθανασίου στο Πετρωτό Τρικάλων, Γ΄ Επιστημονικό Συμπόσιο Νεοελληνικής Εκκλησιαστικής Τέχνης, (Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο, 22 – 24 Νοεμβρίου 2013, Πρακτικά)
Στο δυτικό άκρο του χωριού Πετρωτό, στους πρόποδες παρακείμενου λόφου βρίσκεται ο κοιμητηριακός ναός του Αγίου Αθανασίου.
Το κτίριο είναι φυσικώς προφυλαγμένο προς τη βόρεια και δυτική πλευρά από την πλαγιά του λόφου. Είναι ναός σταυροειδής εγγεγραμμένος της παραλλαγής των ημισύνθετων τετρακιόνιων με μεταγενέστερο νάρθηκα στα δυτικά, στενότερο από τον κυρίως ναό και στοά σε όλο το μήκος της νότιας πλευράς. Στο δυτικό άκρο της στοάς φιλοξενείται το παλαιό οστεοφυλάκιο.
Διαστάσεις του ναού
Ο ναός είναι απολύτως ορθογωνισμένος με εξωτερικές διαστάσεις 7.10 x 10.30 μέτρα. Ο νάρθηκας αποκλίνει ελάχιστα του ορθογωνίου και έχει μέσες διαστάσεις 6.20 x 4.90 μέτρα. Η κόγχη του Ιερού, εσωτερικώς ημικυκλική διαμέτρου 2.50 μέτρα. και εξωτερικώς πεντάπλευρη, προσκολλάται στο ορθογώνιο της κατόψεως. Οι ημικυκλικές κόγχες των παραβημάτων είναι ενσωματωμένες στο πάχος του ανατολικού τοίχου. Δύο ακόμη κόγχες, ημικυκλικής διατομής η μία και ορθογωνικής η άλλη, εγγράφονται στον βόρειο και στον νότιο τοίχο του Ιερού Βήματος αντιστοίχως. Στον βόρειο τοίχο τού Ιερού υπάρχει θύρα προς τον εξωτερικό χώρο, η διάνοιξη της οποίας είναι μεταγενέστερη της κατασκευής του ναού. Η Αγία Τράπεζα αποτελείται από κτιστή βάση, κοσμημένη, κατά τις πλάγιες όψεις με γραπτό φυτικό σχέδιο, και λιθόπλακα από επάνω.
Ένα ζεύγος κιόνων οριοθετεί το Ιερό Βήμα. Μπροστά από αυτό υψώνεται το τέμπλο. Η είσοδος στον ναό γίνεται από δύο θύρες στη νότια πλευρά πού οδηγούν η μία στο νοτιοδυτικό γωνιαίο διαμέρισμα και η άλλη στον νάρθηκα. Η επικοινωνία μεταξύ νάρθηκα και κυρίως ναού γίνεται με ελεύθερο άνοιγμα στο μέσον τού διαχωριστικού τοίχου. Εκατέρωθεν του ανοίγματος, σχεδόν συμμετρικά, ανοίγονται δύο σχισμές πού χρησίμευαν, προφανώς πριν την κατασκευή του νάρθηκα, στον εξαερισμό και τον στοιχειώδη φωτισμό τού δυτικού τμήματος του ναού. Και τα δύο ανοίγματα επικοινωνίας στο νότιο και το δυτικό τοίχο του κυρίως ναού διευρύνονται προς τα μέσα.
Το δάπεδο του νάρθηκα βρίσκεται σε στάθμη 65 cm. υψηλότερη από τη στάθμη του κυρίως ναού. Η υψομετρική διαφορά γεφυρώνεται με τέσσερις αναβαθμούς στο άνοιγμα που συνδέει τους δύο χώρους. Η στάθμη του δαπέδου του Ιερού είναι 20 cm. υψηλότερη από εκείνη του κυρίως ναού. Χαμηλό πεζούλι τρέχει κατά μήκος της δυτικής πλευράς του νάρθηκα εσωτερικώς και κατά μήκος της νότιας πλευράς του ναού εξωτερικώς κάτω από τη στοά.
Ο φωτισμός του ναού επιτυγχάνεται από ένα σύνολο ανοιγμάτων που διατάσσεται σε πέντε καθ’ ύψος στάθμες: στην πρώτη εκ των κάτω ανήκει η σχισμή στην κόγχη του Ιερού που διευρύνεται προς τα μέσα και σήμερα είναι τοιχισμένη. Οι κόγχες των παραβημάτων στερούνται φωτιστικών ανοιγμάτων.
Στη δεύτερη στάθμη ανήκουν δύο παράθυρα στη βόρεια και ένα στη νότια πλευρά, στην τρίτη στάθμη ανήκουν μία σειρά τριών στενών και μικρού ύψους παραθύρων πού ανοίγονται στον νότιο τοίχο του ναού κάτω από τη στέγη και επάνω από τη στέγη της στοάς, καθώς και δύο στην ανατολική όψη, επάνω από τα παραβήματα, στην τέταρτη στάθμη τέσσερα παράθυρα ανά ένα στα τύμπανα των απολήξεων των κεραιών του σταυρού και στην πέμπτη στάθμη τα τέσσερα στενά παράθυρα – φωτοθυρίδες στο τύμπανο του τρούλου, που διατάσσονται κατά τα σημεία του ορίζοντα σε κάθε δεύτερη πλευρά του τυμπάνου. Τα περισσότερα παράθυρα είναι ορθογωνικού σχήματος.
Τα τέσσερα παράθυρα που αντιστοιχούν στα τύμπανα των κεραιών του σταυρού είναι σταυρόσχημα. Το δυτικό καλύπτεται κατά το κάτω ήμισυ από την κορυφογραμμή της στέγης του μεταγενέστερου νάρθηκα. Οι φωτοθυρίδες του τρούλου έχουν τοξωτή απόληξη, προς τα επάνω. Τα περισσότερα παράθυρα είναι μικρών διαστάσεων αναλόγως με το μέγεθος του ναού, με αποτέλεσμα ο εσωτερικός χώρος να είναι ανεπαρκώς φωτισμένος. Σε ορισμένα από τα παράθυρα που βρίσκονται στις ανώτερες καθ’ ύψος στάθμες σώζονται σταθερά διαφράγματα με σκελετό από γύψινες νευρώσεις σε διάφορα σχήματα, στον οποίο έχουν συναρμολογηθεί μικρά κομμάτια από πολύχρωμα γυαλιά.
Δομικά – αρχιτεκτονικά στοιχεία
Ζεύγος κιόνων σε απόσταση 2.15 εκατοστά από τον ανατολικό τοίχο οριοθετεί το Ιερό Βήμα. Η ανατολική και η δυτική κεραία του σταυρού έχουν μήκος 2.65 εκατοστά. Η ανατολική όμως επιμηκύνεται κατά 2.70 εκατοστά ακόμη ώστε να στεγάζει και τον κεντρικό χώρο τού Ιερού, στηριζόμενη και στο ζεύγος των κιόνων του τέμπλου. Οι εγκάρσιες κεραίες έχουν μήκος 1.90 εκατοστά. Έτσι τα γωνιαία διαμερίσματα έχουν διαστάσεις 1.90 x 2.70 εκατοστά. Οριοθετούνται προς τις κεραίες από ημικυκλικά τόξα πλάτους 55 εκατοστά που δεν καταλήγουν απ’ ευθείας επάνω στους τοίχους, αλλά εδράζονται σε προβόλους προεξοχής λίγων εκατοστών. Με όμοια τόξα συνδέονται οι δύο κίονες του Ιερού με τον ανατολικό τοίχο. Τα τόξα που συνδέουν τους κίονες με τους περιμετρικούς τοίχους λειτουργούν ως αντερείσματα που μεταβιβάζουν με ασφάλεια τις ωθήσεις των θόλων της ανωδομής και του τρούλου στους τοίχους. Τα τόξα στηρίζονται στους κίονες λειτουργώντας ως κιονόκρανα. Η μετάβαση από το τετράγωνης κάτοψης κιονόκρανο στον κυκλικής κάτοψης κίονα επιτυγχάνεται με λοξές επίπεδες αποτμήσεις στις γωνίες. Οι κίονες είναι απλοί, μονολιθικοί, χωρίς βάσεις, διαμέτρου 40 εκατοστά. Τα γωνιαία διαμερίσματα καλύπτονται με κατά μήκος θόλους μικρότερους του ημικυλίνδρου στους οποίους παρατηρείται μία ασάφεια ως προς την απόληξή του προς τις εγκάρσιες κεραίες, όπου διαμορφώνονται ως μοναστηριακοί θόλοι.
Στο σημείο διασταυρώσεως των κεραιών του σταυρού υψώνεται ο τρούλος. Φέρεται από τα τόξα μετώπου των τεσσάρων κεραιών του σταυρού μέσω σφαιρικών τριγώνων με παρεμβολή στεφάνης σε προέχουσα διάταξη, η οποία, όπως φαίνεται και στις τομές, μειώνει την διάμετρο του τρούλου σε σχέση με τον στεγαζόμενο χώρο κατά 10 εκατοστά. Ο χώρος τον οποίο γεφυρώνει ο τρούλος έχει κάτοψη ορθογωνική, διαστάσεων 2.40 x 2.55 εκατοστά που μειώνεται σε 2.30 x 2.45 εκατοστά μέσω της στεφάνης. Έτσι το τύμπανο του τρούλου έχει κάτοψη ελαφρώς ελλειπτική με διαμέτρους 2.30 και 2.45 μέτρα. Ο τρούλλος έχει χαμηλό τύμπανο ύψους 1.60 μέτρα. χωρίς την ύψους 45 εκατοστά στεφάνη. Έχει κάλυψη εσωτερικώς ημισφαιρική (ύψος κλείδας 7.62 μέτρα από τo δάπεδο) και εξωτερικώς κωνική. Τη βάση του τυμπάνου του τρούλου εσωτερικώς περιθέει κοσμήτης διατομής λίγων εκατοστών.
Η κόγχη του Ιερού έχει διάμετρο ίση με τη διάμετρο του αντίστοιχου ημικυλίνδρου καλύψεως – προέκταση της ανατολικής κεραίας. Καλύπτεται με τεταρτοσφαίριο, η κλείδα του οποίου βρίσκεται 1.65 μέτρα χαμηλότερα από την κλείδα του ημικυλίνδρου. Το Ιερό είναι ενιαίο κατά την κάτοψη, εφ’ όσον τα τρία μέρη του είναι ενοποιημένα, οι δε κόγχες των παραβημάτων δεν προβάλλουν στην ανατολική όψη.
Τα τρία μέρη του Ιερού διαφοροποιούνται μόνον κατά την ανωδομή με τα δύο εγκάρσια τόξα και την ανεξάρτητη κάλυψη το καθένα. Το υπέρθυρο του ανοίγματος επικοινωνίας μεταξύ νάρθηκα κυρίως ναού προς την πλευρά του νάρθηκα ανακουφίζεται από τις υπερκείμενες πιέσεις με τυφλό αβαθές αψίδωμα, στο τύμπανο του οποίου φιλοξενείται τοιχογραφία με την εικόνα του τιμώμενου στον ναό Αγίου Αθανασίου.
Σύστημα διαμήκων και εγκάρσιων ελκυστήρων σε δύο στάθμες, στο ύψος των επιθημάτων των κιονοκράνων και στο ύψος των γενέσεων των ημικυλινδρικών θόλων των κεραιών του σταυρού δένει τα τόξα και τούς θόλους και εξουδετερώνει τις οριζόντιες ωθήσεις.
Η στέγη
Ο ναός καλύπτεται με ενιαία δίρριχτη στέγη, με μερικώς λοξές αποτμήσεις στην ανατολική και δυτική πλευρά, υπό την οποία περιλαμβάνονται η ανατολική και η δυτική κεραίες του σταυρού, καθώς και τα χαμηλότερα γωνιαία διαμερίσματα και τα παραβήματα. Στη στέγη δεν είναι εμφανής η διάταξη των θόλων της ανωδομής. Το σταυρικό σχήμα όμως υποδηλώνεται εξωτερικώς με μία άλλη, δίρριχτη στέγη που ακολουθεί τις εγκάρσιες κεραίες, φέροντας λοξές αποτμήσεις στη βόρεια και νότια όψη. Διατηρείται δηλαδή εν μέρει η τυπική μορφή των σταυροειδών εγγεγραμμένων ναών με τα αετώματα των κεραιών του σταυρού να διαγράφονται στις μακρές όψεις, χωρίς όμως να διαφοροποιούνται τα γωνιαία διαμερίσματα και τα παραβήματα.
Ο ευρύχωρος νάρθηκας έχει ανεξάρτητη δόμηση από τον ναό. Η μεταγενέστερη κατασκευή του ήταν επιβεβλημένη προκειμένου να εξυπηρετηθούν οι αυξημένες ανάγκες. Καλύπτεται με, επίσης, δίρριχτη στέγη της οποίας ο κορφιάς βρίσκεται 1.00 μέτρα χαμηλότερα από τον κορφιά της στέγης του ναού. Η στοά στεγάζεται με μονόρριχτη στέγη που αποτελεί προέκταση της νότιας πλευράς της στέγης του νάρθηκα και στηρίζεται σε επτά πλινθόκτιστους πεσσούς. Όλες οι στέγες έχουν νεώτερα κεραμίδια.
Η κόγχη του Ιερού καλύπτεται με ανεξάρτητη στέγη σχήματος μισής κόλουρης πυραμίδας χαμηλότερα. Από τη στέγη αναδύεται ο τρούλος μέσω ατελούς μορφής κυβόσχημου, κεραμοσκεπούς βά-θρου πού διαμορφώνεται μόνον κατά τις τέσσερις γωνίες, χρησι-μεύοντας κυρίως στην κάλυψη των λοφίων.
Τοιχοδομία – τοιχοποιία
Οι τοίχοι του ναού έχουν πάχος 70 εκατοστά. Η δόμηση έγινε με πελεκητούς λίθους διαφόρων μεγεθών, με ελαφρή επιμέλεια στην κατεργασία των εξωτερικών παρειών τους, τοποθετημένους σε ακανόνιστες στρώσεις, με χρήση παχέος κονιάματος και σποραδική χρήση πλινθίων. Το κονίαμα που κάλυπτε τις εξωτερικές επιφάνειες των τοίχων έχει αφαιρεθεί, με εξαίρεση τον νότιο τοίχο. Ξυλοδεσιές δεν διακρίνονται στις όψεις.
Στις γωνίες χρησιμοποιήθηκαν μεγαλύτεροι λίθοι (αγκωνάρια). Η τοιχοποιία του τυμπάνου της κόγχης του Ιερού έως τα μισά του ύψους του είναι κατασκευασμένη με ευμεγέθεις, επί το πλείστον πώρινους λίθους, ενώ ψηλότερα μετατρέπεται σε απλή αργολιθοδομή. Στην κατασκευή του τυμπάνου του τρούλου έγινε προσπάθεια για επιμελέστερη τοιχοποιία. Χρησιμοποιήθηκαν κατεργασμένοι πωρόλιθοι σε συνδυασμό με οριζόντιες σειρές πλίνθων.
Τα σταυρόσχημα παράθυρα σχηματίζονται από ευμεγέθεις δομικούς πωρόλιθους της τοιχοποιίας. Τα ανώφλια των εισόδων του ναού εξωτερικώς είναι καμπύλα. Η καμπύλη διαμόρφωση όμως δεν προχωρεί σε όλο το πάχος του τοίχου, παρά μόνον σε βάθος λίγων εκατοστών. Το μεγαλύτερο τμήμα του πάχους του ανοίγματος γεφυρώνεται προς τα μέσα με ευθύγραμμο ανώφλι από οριζόντια καδρονάκια. Τα ημικυκλικά τόξα στα ανώφλια των φωτιστικών θυρίδων του τρούλου διαμορφώνονται σε μονολιθικούς πωρολίθους, στο ίδιο επίπεδο με την υπόλοιπη τοιχοποιία.
Οι σταθμοί και οι παραστάδες όλων των ανοιγμάτων σχηματίζονται από την ίδια την τοιχοποιία. Στο υπέρθυρο της εισόδου στον νάρθηκα η τοξωτή διαμόρφωση προεξέχει λίγα εκατοστά από το πρόσωπο της τοιχοποιίας. Το γείσο του ναού είναι κατασκευασμένο από απλή προέχουσα σειρά λιθοπλακών, ενώ τα γείσα της κόγχης και του τρούλου από πλίνθινη οδοντωτή ταινία μεταξύ δύο απλών πλίνθινων ταινιών σε εκφορική διάταξη.
Επιγραφές.
Στον ναό σώζεται ένας αριθμός επιγραφών οι οποίες έχουν ως ακολούθως:
1η επιγραφή: Βρίσκεται στο υπέρθυρο της νότιας εισόδου του κυρίως ναού. Είναι μεγαλογράμματη και έχει έξι στίχους. Μεταγραφή:
ΑΝΕΓΕΡΘΗ Κ(ΑΙ) ΑΝΕΣΤΟΡΙΘΗ ΟΥΤΟΣ Ο ΘΗΟς Κ(ΑΙ) ΠΑΝΣΕΠΤΟΣ ΝΑÓς, ΤΟΥ ΕΝ ΑΓΙΕΙΣ / ΠΑΤΡΟς ΗΜΩΝ ΑΘΑΝΑCÍΟΥ
ΑΡΧΙΕΠΙCKOΠOY ΑΛΕΞΑΝΔΡΕÍΑΣ ΑΡΧΕΙΕΡΑ/ΤΕΥΟΝΤΟς ΤΟΥ ΘΕΟΦΗΛΕΣΤΑΤΟΥ ΕΠΙCΚÓΠΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΑΝΑΝΙ/ Κ(ΑΙ)
ΕΦΗΜΕΡΕΥΟΝΤΟς ΔΗΜΙΤΡΙΟΥ ΙΕΡÈΟς Κ(ΑΙ) ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ, ΙÈΡΕΟς / ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕ, Κ(ΑΙ) ΕΠΙΣΤΑΤÉ, ΚΥΡΓΙΑΖΗ Κ(ΑΙ)
ΣΤΑΘΗ ΕΠΗΤΡΟΠΕΥΟΝ, ΔΗΜΟ / 18 – – ΑΩΔ ΑΠΟ ΑΔΑΜ 7312.
(7312 – 5508) = 1804 18 – – = 1804
Στην κτητορική επιγραφή, σχεδόν κατεστραμμένη σήμερα, αναφέρεται η χρονολογία ανεγέρσεως 7312 (= 1804) και μνημονεύεται το όνομα του Επισκόπου Γαρδικίου Ανανία όπου ανήκε ο ναός, επί των ημερών του οποίου έγινε η ανέγερση και η ιστόρησή του. Επίσης, μνημονεύονται τα ονόματα των ιερέων Δημητρίου και Κωνσταντίνου, τα ονόματα των λαϊκών συνδρομητών και επιστατών Κυριαζή και Στάθη και του επιτρόπου Δήμου.
2η επιγραφή: Βρίσκεται στο υπέρθυρο της εισόδου στον δυτικό τοίχο του κυρίως ναού. Είναι μεγαλογράμματη και έχει τρεις στίχους. Μεταγραφή:
ΑΠÓΣΤΟΛΟΙ ΕΚ ΠΕΡÁΤΩΝ CYNAΘΡΟΙCΘÉΝΤΕς ΕΝΘÁΔΕ
ΓΕΘCΗΜΑΝΗ ΤΩ ΧΩΡΙΩ ΚΗ / ΕΥCΑΤÉ ΜΟΥ ΤΟ CΩ-
ΜΑ, Κ(ΑÍ) CΥ ΥΙÉ Κ(ΑΙ) ΘΕÉ ΜΟΥ ΠΑΡΑΛΑΒÉ ΜΟΥ
ΤΟ / ΠΝΕΥΜΑ : 1804 : ΑΩΔ – – – – – ΑΜ 7312
(7312 – 5508 = 1804)
3η επιγραφή: Βρίσκεται στο υπέρθυρο της εισόδου προς τον κυρίως ναό στον ανατολικό τοίχο του νάρθηκα ανάμεσα στο ανώφλι και την υπερκείμενη κόγχη. Είναι μικρογράμματη και έχει τρεις στίχους. Μεταγραφή:
Δεύτε οι ευλοΓιΜένοι του πατρός Μου κληρο/
νοΜΗΣΑΤΕ την ητοιΜασμένην υμίν βασιλεί- – /
α’πό καταβολής κόσμου – – – – – – 1864 Μαρ(τίου): 13:
Η χρονολογία 13 Μαρτίου 1864 μάλλον αφορά την ανέγερση του νάρθηκα.
4η επιγραφή: Η επιγραφή αυτή προσγράφεται στην εικόνα του Χριστού στο ερεισίνωτο του δεσποτικού θρόνου. Είναι μικρογράμματη, με τρεις στίχους. Μεταγραφή:
1804. σηνδρομή / του κ(αι) επηστάτου / Ευσταθίου
Εκτός από την χρονολογία 1804, μας δίδεται η πληροφορία του ονόματος του δωρητή Ευσταθίου.
5η επιγραφή: Πίσω από την προαναφερθείσα εικόνα του Χριστού στον δεσποτικό θρόνο, προσγράφεται στα σανίδια της μεγαλογράμματη τετράστιχη επιγραφή:
ΗΣΤΟΡÍΘΗ, ΟΥΤΟς, Ο ΘÍΟς, ΤΕΜΒΛΟς, ΤΟΥ ΕΝ ΑΓΙΗς, ΠΑΤΡÓς,
ΗΜΩΝ, ΑΘΑΝΑCÍOY AΡΧΗ/
ΕΠΗCΚÓΠΟΥ, ΑΛΕΞΑΝΔΡÍΑς, ΑΡΧÍΕΡΑΤΕΥΟΝΤΟς, ΤΟΥ
ΘΕΟΦΙΛΕΣΤÁΤΟΥ ΕΠΗCKÓΠOY /
KYΡÍΟΥ, ΚΕΙΡ, ΙΕΡΟΝÍΜΟΥ, ΑΓÍΟΥ ΓÁΡΔΗΚΥΟΥ ΙΕΡΑΤΕΥΟΝ,
ΠΑΝΑΓΙÓΤΗ, ΙÈΡÈΟς, CΙΝΔΡΟ/
ΜΗΤΟΥ, κ(αί) ΕΠΗΣΤÁΤΟΥ ΕΠΗΤΡÓΠΟΥ, ΚΟΣΤΑ΄ΚΗ, ΤΗς ΧÓΡΑς
ΤΑΥΤΗς, ΕΠΗ ÉΤΟΥς, 1811, Απριλίου – 20
Η επιγραφή μας πληροφορεί για την ημερομηνία 20 Απριλίου 1811 κατασκευής του τέμπλου και μας δίνει ακόμη το όνομα του Επισκόπου Γαρδικίου Ιερωνύμου160 και τα ονόματα του Ιερέως Παναγιώτη και του Επιτρόπου Κωστάκη. Η ημερομηνία 20 Απριλίου 1811 σηματοδοτεί μάλλον τη μεταφορά του τέμπλου και του δεσποτικού θρόνου από τους κατοίκους του χωριού στον ναό του Αγίου Αθανασίου στο Πετρωτό από τον ναό της Αγίας Παρασκευής Παλαιογαρδικίου.
Τοιχογραφίες
Το εσωτερικό του ναού είναι κατάγραφο από τοιχογραφίες που φιλοτεχνήθηκαν, συμφώνως προς τις επιγραφές, του ναού το 1804 και του νάρθηκα το 1864. Τοιχογραφημένη ακόμη είναι και η νότια όψη του ναού προς την πλευρά της στοάς. Στο εσωτερικό του ναού η τοιχογράφηση επεκτείνεται ακόμη και στις παραστάδες θυρών και παραθύρων.
Στη μορφολογική διάπλαση του εσωτερικού χώρου συμβάλλει επίσης και ο χρυσωμένος ξυλόγλυπτος διάκοσμος, το τέμπλο, ο άμβων και ο δεσποτικός θρόνος. Το τέμπλο καταλαμβάνει όλο το πλάτος του ναού. Είναι ευθύγραμμο σε κάτοψη και έχει τη μορφή της τρίθυρης κιονοστοιχίας. Πατά απ’ ευθείας στο δάπεδο, χωρίς την παρεμβολή βάσεως και έχει τριπλή καθ’ ύψος διάρθρωση. Οι δύο κατώτερες ζώνες χωρίζονται μέσω ξυλόγλυπτων ορθοστατών σε εννέα ανισοπλατή διάχωρα, τα τρία από τα οποία αντιστοιχούν στην Ωραία Πύλη και τις εισόδους στα παραβήματα. Οι ορθοστάτες στην κάτω ζώνη έχουν ορθογωνική διατομή, ενώ στη μέση ζώνη στενεύουν αποκτώντας διατομή κυκλική. Οι ίδιοι ορθοστάτες αποτελούν και τις παραστάδες των ανοιγμάτων. Στην κατώτερη ζώνη βρίσκονται τα θωράκια ανάμεσα στους ξυλόγλυπτους πεσσίσκους. Φέρουν στο κέντρο ακόσμητο κυκλικό πλαίσιο, γύρω από το οποίο αναπτύσσονται ξυλόγλυπτα φυτικά θέματα. Στη μέση ζώνη είναι τοποθετημένες οι έξι δεσποτικές εικόνες.
Χωρίζονται μεταξύ τους με τους κιονίσκους. Τα διάχωρα των δεσποτικών εικόνων και των τριών εισόδων έχουν επάνω ημικυκλικές απολήξεις, τα ημικύκλια των οποίων πατούν στους κιονίσκους. Τα τύμπανα των απολήξεων όπως και η κάτω πλαισίωση των δεσποτικών εικόνων φέρουν ξυλόγλυπτο διάκοσμο. Ψηλότερα τρέχει ζώνη ύψους λίγων εκατοστών με όρθια κατά παράθεση, επαναλαμβανόμενα φυτικά μοτίβα.
Το σύνολο επιστέφεται από θριγκό, αποτελούμενο από τρεις επάλληλες ζώνες που γέρνουν προς τον κυρίως ναό. Η πρώτη από κάτω ζώνη είναι κοιλόκυρτη και στην επιφάνειά της αναπτύσσεται το θέμα της αμπέλου. Η δεύτερη ζώνη περιλαμβάνει δεκαεννέα εικονίδια από το Ανεπτυγμένο Δωδεκάορτο. Οι κιονίσκοι που διαχωρίζουν τα εικονίδια καταλήγουν επάνω σε τοξύλλια. Τα τύμπανα κάτω από τα τοξύλλια κοσμούνται με ανάγλυφες μορφές που παριστάνουν δίπτερα όντα κατά κεφαλήν. Στην τρίτη ζώνη αναπτύσσεται το θέμα των δρακόντων με φωλιδωτά σώματα. Οι ελισσόμενες ουρές των απολήγουν στο κέντρο της συνθέσεως σε κεφάλια φιδιών, επάνω στα οποία πατούν δύο ολόσωμες ανδρικές μορφές που ανακρατούν θυρεό. Φορούν υψηλά υποδήματα και κοντούς χιτώνες που κουμπώνουν στο κέντρο του κορμού με έξι και επτά αντιστοίχως μεγάλα, κυκλικού σχήματος κουμπιά. Στις ράχες των δρακόντων στηρίζονται τα λυπηρά. Εκατέρωθεν αυτών, δύο πτηνά που ίστανται κατά μέτωπον με ανοικτές πτέρυγες, πατούν στα κεφάλια των δρακόντων. Η σύνθεση ολοκληρώνεται με τον ξυλόγλυπτο σταυρό στο κέντρο, ο οποίος φέρει περίτεχνο ξυλόγλυπτο διάκοσμο. Το βημόθυρο του τέμπλου δεν σώζεται.
Ο διάκοσμος του τέμπλου είναι φιλοτεχνημένος με διάτρητη τεχνική, με αφαίρεση του βάθους σε πολλά σημεία. Περιλαμβάνει φυλλοφόρους κλάδους με άνθη και καρπούς, ανάμεσα στους οποίους εμπλέκονται πτηνά, λιονταράκια και άγγελοι. Στα τύμπανα επάνω από τις δεσποτικές εικόνες και την Ωραία Πύλη υπάρχουν διάφορα θέματα, όπως ο Μυστικός Δείπνος σε συνεπτυγμένη μορφή, ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου, άγγελοι, δικέφαλοι αετοί, εξαπτέρυγα κ.λπ. Το τέμπλο, όπως αναφέρεται και στην υπ’ αριθ. 5 επιγραφή, είναι έργο του 1811. Στις δεσποτικές εικόνες, πλην των καθιερωμένων, της Παναγίας, του Χριστού, του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου και του τιμώμενου στον ναό Αγίου Αθανασίου, συμπεριλαμβάνονται δύο ακόμη εικόνες, η πρώτη βορείως της εισόδου στην πρόθεση με τους Αγίους Χαράλαμπο και Βησσάριο και η δεύτερη νοτίως της εισόδου στο διακονικό με τον Άγιο Νικόλαο Μύρων.
Ο άμβωνας φέρει και αυτός πλούσιο ξυλόγλυπτο διάκοσμο. Το κάτω μέρος, σχήματος ανεστραμμένης πυραμίδας, είναι διάτρητο και στην τριγωνική κάτω απόληξη παριστάνεται ανθρώπινη κεφαλή. Στον ξυλόγλυπτο διάκοσμο του άμβωνα περιλαμβάνονται κλαδιά με φύλλα, άνθη και καρπούς, ζώα, πτηνά, άγγελοι κ.λπ. Ο δεσποτικός θρόνος επιστέφεται με περίτεχνο ξυλόγλυπτο τρουλίσκο. Τα διακοσμητικά θέματά του είναι κλαδιά με φύλλα και άνθη στα οποία εμπλέκονται πτηνά, κεφαλές αγγέλων κ.λπ.
Το προσκυνητάρι φέρει την εικόνα του Αγίου Αθανασίου και στον ξυλόγλυπτο διάκοσμό του περιλαμβάνονται φυτικά κοσμήματα, άγγελοι, περιστέρια κ.λπ. Στο νοτιοανατολικό άκρο της αυλής υψώνεται πέτρινο κωδωνοστάσιο με τετράρριχτη κεραμοσκεπή στέγη, έργο του 1912 – 1913. Η διάθεση για μορφολογικές αναζητήσεις στον ναό είναι έντονη εσωτερικώς και εντοπίζεται στην πολυπλοκότητα της θολοδομίας, στους κίονες, στα τόξα και τα υφαψίδιά τους, στους θόλους, στον τοιχογραφικό και στον ξυλόγλυπτο διάκοσμο, εξωτερικώς όμως είναι ελάχιστη και βρίσκεται στην προσπάθεια κλιμακώσεως των στεγών, στην οργανική ανάδυση του τρούλου από τη στέγη μέσω του υποτυπώδους βάθρου, στα πολυγωνικά γείσα, στην πεσσοστήρικτη στοά στη νότια πλευρά που συμβάλλει στην ελάφρυνση του συνόλου, στο γείσο του τρούλου και της κόγχης από πλίνθινη οδοντωτή ταινία, στα σταυρόσχημα παράθυρα που σχηματίζονται από ευμεγέθεις πωρολίθους και στα γύψινα πλαίσια και διαφράγματα κάποιων φωτιστικών ανοιγμάτων.
Μορφολογικές παρατηρήσεις
Μορφολογικό ενδιαφέρον προσδίδει στο μνημείο η στέγαση της βόρειας και της νότιας κεραίας του σταυρού με την διαφοροποίησή τους από την υπόλοιπη στέγη, η οποία μετριάζει την εντύπωση της βαρύτητας. Οι εγκάρσιες κεραίες τονίζονται με τις ανεξάρτητες δίρριχτες στέγες και με τα υπερυψωμένα πολυγωνικά αετώματα στις μακρές όψεις, που εξωτερικεύουν εν μέρει τον δομικό χαρακτήρα του κτιρίου. Ο ναός στην ουσία έχει σήμερα τρεις όψεις, εφ’ όσον η δυτική καλύπτεται κατά το μεγαλύτερο μέρος της από τον μεταγενέστερο νάρθηκα. Το ενδιαφέρον συγκεντρώνεται κυρίως στη νότια και ανατολική πλευρά, καθώς και σε διακεκριμένα σημεία, όπως είναι ο τρούλος, τα γείσα, οι φεγγίτες. Αυτό αποτελεί κανόνα στη μορφολογία των ναών της Τουρκοκρατίας, διότι η μεν ανατολική όψη έχει ιδιαίτερη, συμβολική σημασία, η δε νότια είναι στον συγκεκριμένο ναό η όψη από την οποία γίνεται η πρόσβαση.
Γενικώς ισχύει ο κανόνας των ναών της Τουρκοκρατίας των χαμηλών αναλογιών, του μικρού ύψους και της αδιαφορίας για μορφολογική διάπλαση στο εξωτερικό, κυρίως για διακριτική εμφάνιση. Ο ναός χαρακτηρίζεται από λιτότητα στη διάπλαση των επί μέρους τμημάτων. Τα μορφολογικά στοιχεία στα ανοίγματα είναι απλά. Το οκταγωνικό τύμπανο του τρούλου είναι τελείως αδιάρθρωτο. Η δυτική όψη, εσωτερική σήμερα με την προσθήκη του νάρθηκα, ποικίλλεται με τη γνωστή αψιδωτή βάθυνση επάνω από τη θύρα εισόδου. Στο ύψος της ποδιάς της κόγχης (πρεβάζι) υπάρχει μία λεπτομέρεια υποτυπώδους πέτρινου κοσμήτη.
Στον βασικό ορθογώνιο παραλληλεπίπεδο όγκο του κτιρίου το οριζόντιο γείσο κάμπτεται στις μακρές πλευρές, σχηματίζοντας εξάρσεις στις εγκάρσιες κεραίες και στις στενές πλευρές, παρακολουθώντας τις τρίπλευρες απολήξεις των στεγών τους. Τα σταυρό-σχημα παράθυρα με τα πολύχρωμα υαλοστάσια εντάσσονται σε ένα σύνθετο γεωμετρικό σχήμα που διαμορφώνεται από λαξευτούς πωρολίθους. Ο τρούλος, που είναι κατ’ εξοχήν βυζαντινή μορφή και κορυφαίο στοιχείο στη σύνθεση, εδώ διατηρείται μόνον ως σύμβο-λο με το χαμηλό του τύμπανο και την έλλειψη πλαστικής διάρθρωσης στις όψεις του. Η στοά που αποτελεί ημιυπαίθριο χώρο και είναι μακρινή ανάμνηση των βυζαντινών τοξωτών στοών, εδώ γίνεται χαμηλή και στερείται τόξων. Ενώ έως τις αρχές του ΙΖ΄ αιώνα οι ναοί διατηρούν πολλά από τα μορφολογικά χαρακτηριστικά των βυζαντινών προτύπων και διακρίνονται για τις αρμονικές αναλογίες τους, από τα μέσα του ΙΖ΄ αιώνα και εντεύθεν κατασκευάζονται με βαρειές αναλογίες και απλουστευμένο σύστημα επικαλύψεως των θόλων, περιλαμβάνοντας κάτω από την ενιαία στέγη τα γωνιαία διαμερίσματα και τα παραβήματα, την ανατολική και δυτική κεραίες του σταυρού, συχνά δε και τις βόρεια και νότια. Πρόκειται για βαθμιαία εξασθένηση της επιβολής των μορφολογικών στοιχείων που προέρχονται από τα βυζαντινά πρότυπα. Στον ναό του Αγίου Αθανασίου στο Πετρωτό απουσιάζουν εκείνα τα στοιχεία που θα μαρτυρούσαν προσπάθεια για μορφολογική διάπλαση. Οι υπάρ-χουσες μορφολογικές λύσεις είναι απλουστευμένες και απέχουν πολύ από εκείνες της βυζαντινής αρχιτεκτονικής. Η εμμονή στην παράδοση είναι έντονη, αλλά εξ ίσου φανερή είναι και η αδυναμία διατηρήσεως των βυζαντινών προτύπων. Οι βυζαντινές μορφές εδώ είναι αλλοιωμένες λόγω τεχνικής ανεπάρκειας του συνεργείου.
Η ποιότητα της τυπολογίας του ναού δεν συμβαδίζει με την ποιότητα των αρχιτεκτονικών μορφών. Παρατηρώντας το σχέδιο της κατόψεως διαπιστώνουμε ότι υπάρχουν μεν ξεχωριστά διαμερίσματα για τα παραβήματα έξω από το βασικό σταυρικό τετράγωνο, αλλά οι κατά μήκος θόλοι που τα καλύπτουν είναι ισοϋψείς και συνέχεια των κατά μήκος θόλων που καλύπτουν τα ανατολικά γωνιαία διαμερίσματα του σταυρικού τετραγώνου. Τα γωνιαία διαμερίσματα είναι ορθογώνια με αναλογία πλευρών 3.20 / 2.40 = 1.33, η οποία κατά την όψιμη Τουρκοκρατία οδηγεί στην κάλυψη με ημικυλίνδρους εφ’ όσον έχουν εγκαταλειφθεί τα υπερυψωμένα βυζαντινά σταυροθόλια. Η τεχνική ανεπάρκεια πλέον οδηγεί στην αλλοίωση των βυζαντινών αρχιτεκτονικών μορφών.
Διαχωριστικοί τοίχοι μεταξύ των παραβημάτων και του κυρίως Ιερού Βήματος δεν υπάρχουν. Έχουμε δηλαδή να κάνουμε με απλοποιημένη ανάμνηση των παλαιών προτύπων με διατήρηση των βασικών χαρακτηριστικών του ημισύνθετου σταυροειδούς εγγεγραμμένου τύπου. Η τυπολογική κατάταξη εν προκειμένω γίνεται με βάση τη διάρθρωση της κατόψεως και του εσωτερικού χώρου. Ο τύπος του ημισύνθετου τετρακιόνιου σταυροειδούς εγγεγραμμένου ο οποίος απαντά συχνά κατά την μεσοβυζαντινή εποχή κυρίως στην νότια Ελλάδα στο καθολικό της Μονής Καισαριανής, στην Παναγία Γοργοεπήκοο Αθηνών, στον Άγιο Ιωάννη Κερίων Μάνης, στον Άγιο Ταξιάρχη Χαρούδας Μάνης και στο Ανδρομονάστηρο Μεσσηνίας (στους οποίους το τμήμα του Ιερού προ των κογχών είναι τόσο μικρό ώστε οι διαχωριστικοί τοίχοι έχουν μικρό μήκος και δεν χωράει θύρα επικοινωνίας), σπανίζει όμως κατά την εποχή της Τουρκοκρατίας, καθιστά τον ναό του Αγίου Αθανασίου στο Πετρωτό Τρικάλων (1804), το δεύτερο χρονολογικά από τα τρία, γνωστά έως σήμερα, παραδείγματα κατά τα μεταβυζαντινά χρόνια, με πρώτο τον ναό του Αγίου Δημητρίου στη Χρύσαφα Λακωνίας (α΄ τετάρτου του ΙΖ΄ αιώνα)168 και τρίτο το καθολικό της μονής Παλαιοπαναγιάς στην Κυνουρία (1812)169.
Ο Άγιος Δημήτριος στη Χρύσαφα συνδυάζει μεσοβυζαντινά χαρακτηριστικά, όπως η υποχώρηση των τυμπάνων στα πέρατα της εγκάρσιας κεραίας, η σαφής διαγραφή των κεραιών στις όψεις και οι τρίπλευρες αψίδες, τα τέσσερα γωνιαία διαμερίσματα στεγαζόμενα χαμηλότερα από τις κεραίες του σταυρού, πλήρως ανεπτυγμένη η κάλυψη των λοφίων με νεωτερικά στοιχεία όπως ο ιδιαίτερος τονισμός του κατά μήκος άξονα. Επίσης, έχει αναλογία κεντρικού μεταξονίου προς τα πλάγια 2.11/1, ύψος τρούλου 8.50 μέτρα, διάμετρο τρούλου 2.60 μέτρα, χαρακτηριστικά που δικαιολογούνται λόγω πρωιμότητας του μνημείου.
Το καθολικό της μονής Παλαιοπαναγιάς στήν Κυνουρία μιμείται αρκετά επιτυχώς μεσοβυζαντινό ναό με την σαφή διαγραφή των κεραιών στη στέγη, τις τρίπλευρες αψίδες, την πλήρως ανεπτυγμένη κάλυψη των λοφίων, την αναλογία του κεντρικού μεταξονίου προς τα πλάγια 2/1, ύψος τρούλου 10.00 μέτρα και διάμετρο τρούλου 2.80 μέτρα. Εδώ τα γωνιαία διαμερίσματα δεν διαφοροποιούνται διότι καλύπτονται υπό την ενιαία δίρριχτη στέγη, πράγμα που ισχύει και για τον περίπου σύγχρονο ναό του Αγίου Αθανασίου στο Πετρωτό. Στο εξεταζόμενο μνημείο η αναλογία του κεντρικού μεταξονίου προς τα πλάγια είναι 1.43/1, μικρή σε σχέση με τους άλλους δύο ναούς, το ύψος του τρούλου από το δάπεδο 7.60 μέτρα, πολύ χαμηλό, και η διάμετρος 2.15 μέτρα, πολύ μικρή. Εδώ οι κίονες απέχουν αρκετά από τους πλάγιους τοίχους και ο λόγος είναι η πρόθεση για στήριξη τρούλου μικρής διαμέτρου.
Σε όλους τους σταυροειδείς εγγεγραμμένους ναούς στον νομό Τρικάλων του ΙΘ΄ αιώνα το εύρος του κεντρικού κλίτους περιορίζεται κατά πολύ. Αυτό κατά την άποψή μας είναι κατασκευαστική αδυναμία που οφείλεται στην προσπάθεια προσαρμογής του τύπου στα νέα δεδομένα και τη σταδιακή απομάκρυνση από τις βυζαντινές αφετηρίες, όχι όμως, όπως έχει υποστηριχθεί σε υιοθέτηση στοιχείων από τις τρίκλιτες βασιλικές και σε συγχώνευση του σταυροειδούς εγγεγραμμένου με την τρίκλιτη βασιλική.
Όσον αφορά στη διαφοροποίηση του είδους των θόλων καλύψεως των τεσσάρων γωνιαίων διαμερισμάτων οι οποίοι ξεκινούν ως τμήματα ημικυλίνδρων και στην απόληξή τους προς τις εγκάρσιες κεραίες του σταυρού μετατρέπονται σε μοναστηριακούς θόλους, είναι μια ασυνήθης κατασκευαστική και τυπολογική λεπτομέρεια, η οποία παρατηρείται και στο καθολικό της μονής Αγίας Τριάδας στη Δέση Τρικάλων. Θεωρούμε ότι πρόκειται για αυτοσχεδιασμό των μαστόρων, χωρίς ιδιαίτερες προθέσεις για δημιουργία νέου τύπου ή νέας μορφής.
Τα μειωμένα ύψη, η σμίκρυνση του τρούλου, η μείωση του φωτισμού είναι αποτέλεσμα του όψιμου της εποχής. Ταυτοχρόνως υπάρχει υιοθέτηση στοιχείων από την κοσμική αρχιτεκτονική, όπως είναι τα ευθύγραμμα ανώφλια παραθύρων, οι αποτμήσεις των στεγών, η χρήση πεσσοστήρικτης στοάς. Ο Άγιος Αθανάσιος αποτελεί ένα ενδιαφέρον δείγμα επαρχιακού τύπου σταυροειδούς εγγεγραμμένου τύπου, ένα από τα πολλά που υπάρχουν στα πεδινά του νομού Τρικάλων κατά την όψιμη Τουρκοκρατία, η εφαρμογή του οποίου αποδεικνύει:
α. Την αναζήτηση – επιβίωση βυζαντινών προτύπων (οι βυζαντινοί κατακευαστικοί τρόποι δεν έχουν λησμονηθεί, αλλά απλοποιούνται και αλλοιώνονται) και την προσπάθεια συνδέσεως με το παρελθόν.
β. Την καλή σχετικώς οικονομική κατάσταση των κοινοτήτων.
γ. Τις σχετικές ελευθερίες που παραχωρούσαν οι Τούρκοι κατά τον ΙΘ΄ αιώνα.
Από τον τρόπο της δομήσεως (αμελής, ευτελής τοιχοποιία) φαίνεται καθαρά η χαμηλή στάθμη της τεχνολογίας. Δεν θα μπορούσε όμως αυτό να αποδοθεί σε απειρία του συνεργείου, παρά σε αδιαφορία για τις λεπτομέρειες, εφ’ όσον από την άλλη πλευρά είναι φανερή η επιτυχής αντιμετώπιση της ανεγέρσεως ενός δύσκολου οικοδομικού έργου. Άλλωστε η εποχή της όψιμης Τουρκοκρατίας δεν χαρακτηρίζεται για το υψηλό κατασκευαστικό επίπεδο ούτε για τις προσεγμένες λεπτομέρειες. Έχουμε υιοθέτηση στοιχείων, τύπων και μορφών από τη βυζαντινή αρχιτεκτονική με απλουστεύσεις και αλλοιώσεις των αρχικών προτύπων, χωρίς αυτό να σημαίνει κατάπτωση της αρχιτεκτονικής, αλλά μάλλον αδιαφορία στην απόδοση παλαιών προτύπων και εξασθένηση των βυζαντινών τρόπων που οδήγησε στη νόθευση των μορφών και στην εφαρμογή άλλων απλούστερων.
Αναμφισβήτητα το συνεργείο είχε καλές γνώσεις θολοδομίας. Οι ατέλειες, κάποιες κακοτεχνίες, η αδιαφορία για λεπτομέρειες, η ευτελής ποιότητα λιθοδομής, τα παχέα κονιάματα, η έλλειψη διακοσμητικών στοιχείων, μπορούν να αποδοθούν όχι σε άγνοια ή απειρία αλλά στην εστίαση του ενδιαφέροντος κυρίως στην τυπολογία του ναού από σεβασμό στην παράδοση, ενδεχομένως δε και σε σπουδή για την αποπεράτωση του έργου.