Φαρκαδόνα
Η αρχαία Φαρκαδόνα (Φαρκαδών) βρισκόταν περίπου στην ίδια θέση που βρίσκεται το σημερινό χωριό, χτισμένη στις βόρειες όχθες του Πηνειού. Ήταν πόλη του αρχαίου θεσσαλικού κράτους της Εστιαιώτιδας και μετά την Τρίκκη ήταν η δεύτερη ισχυρότερη πόλη της. Η πόλη παρήκμασε μετά την κατάκτηση της Θεσσαλίας από τους Μακεδόνες το 357 π.Χ.
Η αρχαία Φαρκαδόνα ήταν κτισμένη κοντά στη σημερινή κοινότητα Κλοκοτός. Η πόλη απλωνόταν στις μεσημβρινές υπώρειες του υπάρχοντος ακόμα πετρώδους λόφου και μαζί με τις πόλεις Πέλλινα, Γόμφοι, Φαυτό, Μητρόπολη και Τρίκκη αποτελούσαν την πεδινή Εστιαιώτιδα, ένα από τα 4 φυλετικά κράτη που ήταν διαιρημένη τότε η Θεσσαλία. Τα άλλα τρία κράτη ήταν η Πελασγιώτιδα, η Φθιώτιδα και η Θεσσαλιώτιδα.
Για τη θέση της Φαρκαδόνας κάνει λόγο αρχικά ο αρχαίος συγγραφέας και γεωγράφος Στράβωνας που αναφέρει ότι οι τρεις πόλεις της Εστιαιώτιδας Τρίκκη, Πέλλινα και Φαρκαδόνα βρίσκονταν παρατεταγμένες κατά μήκος της αριστερής όχθης του Πηνειού ποταμού. Με βάση την πληροφορία αυτή και τις μαρτυρίες των αρχαίων συγγραφέων Αριανού, Σκύλακα, Λίβιου και Πλίνιου, ο Leake (1835) ταύτισε τα ερείπια στο ύψωμα Βίγλα της κοινότητας Κλοκοτού με την αρχαία Φαρκαδόνα. Είχε τόσο μεγάλη φήμη κατά την εποχή της ακμής της ώστε την είχε επισκεφθεί και ο γνωστός Πίνδαρος.
Είναι γνωστό πως έκοβε δικά της νομίσματα, σημάδι της δύναμης της, ορισμένα από τα οποία σώζονται στο μουσείο του Βόλου. Τα νομίσματα που διασώζονται αντιστοιχούν σε τρεις περιόδους, στην εποχή του Αλεξάνδρου των Φερών, στην εποχή της Μακεδονικής , από 344 έως το 197, και στο διάστημα από την εποχή του Φλαμινίνου έως την εποχή του Διοκλητιανού.
Η ακριβής χρονική περίοδος της ίδρυσης της Φαρκαδόνας είναι άγνωστη. Ορισμένοι ιστορικοί την τοποθετούν στους χάρτες τους μεταξύ των αρχαιοτέρων Εστιαιωτικών πόλεων, μαζί με την Οιχαλί και τη Φαιστό, χωρίς όμως τούτο να μπορεί να εξακριβωθεί. Σημαντικά στοιχεία υπάρχουν μόνο από την περίοδο της καταστροφής της (4ο αιώνα π. χ.).
Κατά το έτος 357 π.Χ. ο Φίλιππος Β’, πατέρας του Μεγάλου Αλέξανδρου, προσπάθησε να αναμιχθεί στις εσωτερικές υποθέσεις των Θεσσαλών με απώτερο στόχο την κατάκτησή τους. Κατήλθε με το σύνθημα “ελευθερωτής” αλλά το σχέδιο του απέτυχε γιατί βρήκε σθεναρή αντίσταση από τη Φαρκαδόνα και τη Φαυτό, όσες φορές προσπάθησε να εισβάλλει στη Θεσσαλία από τη περιοχή της Φαρκαδόνας.
Έτσι αναγκάστηκε να αλλάξει τακτική. Σύμφωνα με την αφήγηση του Πολύαινου, ο Φίλιππος αφού κατέλαβε πρώτα τη Λάρισα αμέσως με το στρατό του προχώρησε για να υποτάξει τη Φαρκαδόνα. Στην αρχή της πολιορκίας συνάντησε ισχυρή αντίσταση από τους υπερασπιστές της πόλης, έτσι χρησιμοποίησε ξύλινες σκάλες στην ατείχιστη πλευρά του δίδυμου λόφου οι οποίες διευκόλυναν τους μισθοφόρους του να ανέβουν στην ακρόπολη και στη συνέχεια να καταλάβουν ολόκληρη την πόλη.
Οι Φαρκαδόνιοι ποτέ δεν συμμάχησαν με τη θέλησή τους με τους Μακεδόνες. Το μυαλό τους ήταν πάντα στην επανάσταση. Πολλές φορές επιχειρήθηκε μα όλες πνίγηκαν στο αίμα.
Οι άνδρες του στρατού της Φαρκαδόνας οι οποίοι πήραν μέρος στην Μικρασιατική Εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου ήταν οι μόνοι μαζί με τους Αμφισσείς Τρικκαίοι και Ηρακλειώτες που δεν τους επιτράπηκε το έτος 323 π.Χ. μαζί με τους άλλους βετεράνους να γυρίσουν στις πατρίδες τους.
Μεγάλο ρόλο στην απόφαση αυτή του Αλέξανδρου έπαιξε η ενημέρωσή του από τον Τετράρχη της Εστιαιώτιδας περί των επαναστατικών διαθέσεων των Φαρκαδονίων οι οποίοι θα ενθαρρύνονταν περισσότερο με τους παλαίμαχους γιατί η δύναμή τους θα αυξανόταν σημαντικά και θα τονώνονταν το φρόνημα τους για πιθανή επαναστατική ενέργεια.
Πετρωτό
Το χωριό Πετρωτό μέχρι το 1955 ονομαζόταν Μπάγια. Τότε η Ελληνική Πολιτεία, στα πλαίσια της προσπάθειάς της να αντικαταστήσει τα ξενικά ονόματα των πόλεων και των χωριών με Ελληνικά, ενεργοποίησε τη Νομαρχιακή Επιτροπή ονοματοδοτήσεων, προς την οποία η κοινότητα Μπάγιας πρότεινε τρία ονόματα, από τα οποία η Επιτροπή προέκρινε το όνομα Πετρωτό.
Η λέξη Μπάγια, κατά μία άποψη, έχει πρόελευση Σλαβική (οι Σλάβοι κυριάρχησαν στη Θεσσαλία μετά τον 8ο αιώνα μΧ) και, κατά μία άλλη άποψη, έχει προέλευση Αλβανική(η παρουσία των Αλβανών αναφέρεται μετά τον 14ο αιώνα μΧ).Πάντως, είτε το ένα ισχύει είτε το άλλο, λίγη σημασία έχει, διότι και στις δύο περιπτώσεις η σημασία της λέξης είναι ίδια περίπου και έχει σχέση με το νερό.Εξάλλου, μέσα από τη Μπάγια περνούσε ένας χείμαρρος, ονόματι Κουραδιάης, και από τους πρόποδες επίσης του βουνού, κατά τη διάρκεια του χειμώνα, ανάβλυζε αρκετό νερό. Επομένως δικαιολογείται η ονομασία Μπάγια
Η κατοίκηση της περιοχής ανάγεται τουλάχιστον στην εποχή του χαλκού. Μια ανασκαφή στη θέση «Ασβεσταριά» που ξεκίνησε σαν σωστική ανασκαφή με αφορμή το έργο κατασκευής της εθνικής οδού Λάρισας -Τρικάλων, έφερε στο φως οικισμό της Ύστερης Εποχής του Χαλκού. Το εύρημα αυτό αποτελεί για τη δυτική Θεσσαλία μοναδική γνωστή περίπτωση οικισμού της Τελικής Νεολιθικής ή και ακόμα πρωιμότερων φάσεων.
Ανάμεσα στα πολυάριθμα ευρήματα ξεχωρίζουν: α) Τα τμήματα 14 κτιρίων Πρωτοελλαδικής έως Υστεροελλαδικής περιόδου. β) 42 ταφές σε κιβωτιόσχημους ή σε λακκοειδείς τάφους. γ) Ένας λακκοειδής τάφος πλούσια κτερισμένος της ρωμαϊκής περιόδου, δ) Η ταφή οικογένειας (πατέρας, μητέρα και βρέφος) σε λακκοειδή τάφο. ε) Ταφή μητέρας επίσης σε λακκοειδή τάφο η οποία έφερε το βρέφος στο στήθος της. Σε θήκη δίπλα σε κιβωτιόσχημο παιδικό τάφο ανάμεσα στα άλλα κτερίσματα ήρθε στο φως και ο σκελετός σκύλου. στ) Πολλά αγγεία ντόπιας παραγωγής, αλλά και αρκετών από την Αργολίδα και ίσως και από την Κρήτη. ζ) Οστά ζώων κάτω από τη θεμελίωση κτιρίου τα οποία χρονολογήθηκαν στη Μεσοελλαδική εποχή, ανάμεσα στο 2134 και το 1939 π. Χ., τα οποία πιθανόν να παραπέμπουν σε τελετουργικό θεμελίωσης καθώς και η ταφή χοιριδίου.
Οι ανασκαφικές έρευνες που διεξήχθησαν υπό τη διεύθυνση της αρχαιολόγου της Εφορείας Αρχαιοτήτων Καρδίτσας Μαρίας Βαϊοπούλου, με τη συνεργασία διεπιστημονικής ομάδας ερευνητών κατά τη διάρκεια πενταετούς προγράμματος έδωσαν ενδιαφέροντα στοιχεία για τη διαχρονική καθώς και τη χωροταξική χρήση του οικισμού.
Πέλιννα
Κατά την μυθολογία ιδρύθηκε από τον Πέλιννο, γιό του Οιχαλιέως από την Οιχαλία. Εκτιμάται πως η Πέλιννα κατοικούνταν από την εποχή του Χαλκού, ενώ έχουν ανακαλυφθεί και τάφοι της Μυκηναϊκής εποχής. Κατά τον 5ο αιώνα π.Χ. βρέθηκε υπό την επιρροή της Λάρισσας και κατόπιν της Φαρκαδόνας, ωστόσο κατά την περίοδο της μακεδονικής περιόδου από τον 4ο αιώνα έως τις αρχές του 2ου ευημερούσε λόγω της φιλομακεδονικής πολιτικής της, την οποία ακολούθησε και κατά τον Λαμιακό πόλεμο μετά τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Η περίμετρος των τειχών της ακροπόλεως εκτιμάται πως ήταν 1.300 μέτρα.
Στα νομίσματα της αρχαίας πόλης από τον 5ου έως 2ο αιώνα π.Χ., η ονομασία της εμφανίζεται ως Πελινναίων, και με την ονομασία αυτή επίσης συναντάται και στην αναφορά της από τον βυζαντινό ιστορικό Στέφανο Βυζάντιο (5ος αιώνας) στο γεωγραφικό του έργο με τίτλο Εθνικά.
Οιχαλία
Η πόλη βρισκόταν σε λόφο, κοντά στο Πελινναίο όρος της Θεσσαλίας, και είναι πιθανό πως στην πόλη υπήρχε θέατρο, βάσει των αρχαιολογικών ερευνών που έγιναν το και υποδηλώνουν κάτι τέτοιο. Από την πόλη κατάγονταν οι ολυμπιονίκες Φρικίας και Ιπποκλέας, πατέρας και γιος αντίστοιχα.
Γειτονικές πόλεις κατά την αρχαιότητα ήταν η Τρίκκη -σημερινά Τρίκαλα- και η Φαρκαδόνα, με την Πέλιννα να βρίσκεται ανάμεσα τους.
Η Οιχαλία αναφέρεται στην εποχή του Ομήρου γύρω στο 1200 π.Χ. με γνωστότερο βασιλιά της τον Εύρυτο. Εικάζεται ότι καταστράφηκε το 1000-800 π.Χ. από τους Θεσσαλούς.
Αργότερα εμφανίστηκε το Νηοχώρι σύνθετη λέξη από το αρχαίο “ναύς-νηός” (πλοίο).+χωρίον.Άρα ετυμολογικά Νηοχώρι σημαίνει χώρος ναυπήγησης πλοίων και μάλιστα με ξύλα από τα Χάσια που μεταφέρονταν με τα νερά του Κουράλιου (Νεοχωρίτη) ποταμού ή με τους Θεσσαλικούς ίππους.
Η ονομασία Νεοχώρι (Νέο=Νιο) δόθηκε λάθος, προφανώς κάποιος- κάποιοι εξέλαβαν το Νηοχώρι (Νηχώρι) ως Νιοχώρι (Νιχόρι). Όμως Νιοχώρι σημαίνει νέο χωριό και το χωριό δεν ήταν βέβαια νέο. Ενώ Νηοχώρι σημαίνει χωρίον εις το οποίο ναυπηγούνταν Νήες = Πλοία. Εξ άλλου πριν γίνει η λάθος “διόρθωση” του Η(ήτα) σε Ι (γιώτα), προφανώς από κάποιους που δεν γνώριζαν Ιστορία, η ονομασία της πολίχνης ήταν ΝΗΟΧΩΡΙΟΝ. Ακριβώς όπως αναφερόταν και εις τους Εκκλησιαστικούς Κώδικες.Με το ίδιο όνομα Νηοχώριον εμφανίζεται και στον χάρτη ο οποίος υπάρχει εις τον Α΄ Τόμο του βιβλίου ΟΙΧΑΛΙΑ του Ι. Ρϊζου.
Το 542 συναντούμε στους επίσημους εκκλησιαστικούς κώδικες το Νηοχώρι , το οποίο υπάγεται στην επισκοπή Γαρδικίου.
Ζάρκο
Κοντά στον σημερινό οικισμό βρισκόταν στο παρελθόν η αρχαία πόλη Φαϋττός. Μάλιστα, το 1883, κατά τη διάρκεια ανασκαφών ήρθε στο φως μαρμάρινη επιγραφή του 48 π.Χ., ύψους 0,72 μέτρων, πάνω στην οποία είναι γραμμένο ένα ψήφισμα της πόλης προς τον Γοργία τον Γυρτώνιο.
Επίσης έχουν ανακαλυφθεί στο Ζάρκο, πάρα πολλά αρχαιολογικά ευρήματα από διάφορες χρονολογικές περιόδους. Το 1957 κατά τη διάνοιξη του υδραγωγείου του χωριού, βρέθηκε στον περίβολο τοπικής εκκλησίας πήλινο πιθάρι γεμάτο χρυσά μακεδονικά τάλαντα με την κεφαλή του Μεγάλου Αλεξάνδρου, που χρονολογούνται γύρω στο 264 π.Χ. Τα ευρήματα εκτίθενται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Βόλου.
Προϊστορικός Οικισμός Πλατιάς Μαγούλας Ζάρκου
Ο προϊστορικός οικισμός κατοικήθηκε από το τέλος της αρχαιότερης Νεολιθικής (6500-5800 π.Χ.) έως τη Μεσοελλαδική εποχή (2000-1600 π.Χ.). Σήμερα παρουσιάζεται με τη μορφή λοφίσκου ύψους περίπου 5μ. και διαμέτρου 200μ.
Είναι επισκέψιμος κατόπιν συνεννόησης με τη 15η Εφορία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων.
Πηνειάδα
Στη θέση όπου βρίσκεται η σημερινή Πηνειάδα, τοποθετείται, με βάση επιγραφικό εύρημα η αρχαία πόλη του Άτρακος ή Άτραγου (Άτραξ). Τα ακριβή όρια της αρχαίας πόλης βρίσκονται μεταξύ των θέσεων Καστρί και Πεύκια επί του Πετρώδους βουνού Τίτανος ή Δοβρούτσι. Ο Άτραξ κατά τη μυθολογία ήταν Λαπίθης, γιος του Πηνειού και της Βουράς. Διοικητικά ο Άτραξ υπαγόταν πότε στην Εστιαιώτιδα, πότε στην Πελασγιώτιδα και πότε στην Περραιβία.
Άκμασε τον 5ο αιώνα π.Χ. -από τότε είχε δικό του νόμισμα- ως τους ρωμαϊκούς χρόνους και επέζησε κατά την βυζαντινή εποχή. Το 198 π.Χ. απέκρουσε τον στρατό του Ρωμαίου Κόιντου Φλαμινίου, ενώ το 191 π.Χ. αντιστάθηκε επιτυχως και στο στρατό του Αντιόχου Γ’ της Συρίας. Το 146π.Χ. υποτάχτηκε τελικά στους Ρωμαίους, οι οποίοι ονόμασαν Ατρακινούς και Ατράκιους όλους τους Θεσσαλούς.
Ο αρχαιολογικός χώρος σήμερα διασχίζεται από τον Πηνειό ποταμό, ο οποίος με την αλλαγή της κοίτης του προς το μέρος του Άτραγος έχει καταστρέψει ένα μέρος αυτού, αλλά παράλληλα έχει φέρει στην επιφάνεια σημαντικά ευρήματα. Πολλές καταστροφές προξενήθηκαν ακόμα από τη μηχανική καλλιέργεια.
Στην αρχαιολογική περιοχή του Άτραγος έχουν βρεθεί πολλές αρχαίες επιγραφές (επιτύμβιες, αναθηματικές, ψηφίσματα), οι οποίες εκτός της άλλης σημασίας τους δίνουν πολύτιμα στοιχεία για την αρχαία Θεσσαλική διάλεκτο. Στην περιοχή επίσης υπήρχαν και αρχαία λατομεία. Η ακρόπολη του Άτραγος (αρχαία και βυζαντινά τείχη) σώζεται σε αρκετό μήκος και φαίνεται ότι εκτεινόταν σε περίμετρο 3.000μ. περίπου.